ΠΑΝΟΣ ΠΥΡΦΟΡΙΑ...
Η Πυρφορία (εκ το πυρ+φέρω), υπήρξε κατά την αρχαιότητα μια ιδιάζουσα Αρκαδική τελετή, συνδεδεμένη με τη λατρεία του προστάτη των Αρκάδων ποιμένων, τον Θεό Πάνα. Αφετηρία για την θέσπισή της, ήταν η πρακτική των ποιμένων να προστατεύουν τα κοπάδια τους από τα αρπακτικά σαρκοβόρα θηρία ανάβοντας φωτιές, εκφράζοντας παράλληλα την ικεσία τους αλλά και την ευγνωμοσύνη τους προς τον Πάνα για την διαφύλαξη των κοπαδιών τους.
Ως εκ τούτου, εικάζουμε ότι η πυρφορία που διεξαγόταν στην Αρχαία Τεγέα, ανάγεται σε πανάρχαια αρκαδικά αγροτοποιμενικά δρώμενα, με τελετουργικό υπόβαθρο, συνυφασμένα με την λατρευτική διάσταση των εκδηλώσεών τους προς τον Θεό της Φύσεως και των Ποιμένων, Πάνα.
Η φωτιά παράλληλα, θα πρέπει να τονισθεί ότι διαθέτει και καθαρτικό-εξαγνιστικό χαρακτήρα, ιδιότητα η οποία την συνδέει τόσο με τον θεραπευτή Απόλλωνα που διέθετε στην Τεγέα περικαλλή ναό πλησίον του αρχαίου θεάτρου, όσο και με τον Ήφαιστο.
Καθόλου τυχαία, από τον φωτοβόλο Απόλλωνα έλαβε την ονομασία της (Απολλωνιάτις) η μία από τις τέσσερις φυλές της Τεγέας. Ως γνωρίζουμε, μάλιστα, τα Πυρφορικά Δείπνα των Τεγεατών έλαβαν τον χαρακτήρα της αριστείας, συνοδευόμενα από αγώνες, προς τιμήν των Θεών, υπό την έννοια της αξιολογήσεως, της αναδείξεως του καλού καγαθού, της επιδείξεως γενναιότητας και χρηστοήθειας. Σύμφωνα με μαρτυρίες από αρχαίες πηγές που έχουν περισωθεί, τα τελεστικά αυτά δρώμενα διεξάγονταν ενώπιον συγκεντρωμένου πλήθους στο αρχαίο θέατρο. Ο Κήρυκας αναφωνούσε το όνομα του νικητή στους αγώνες και ο επιμελητής τον στεφάνωνε με χρυσό στεφάνι. Στον νικητή επίσης επεφύλασαν την ανέγερση μπρούτζινου ανδριάντα του προκειμένου να διατηρηθεί στην μνήμη εσαεί...
Ο Παυσανίας μεταφέρει στο έργο του "Ελλάδος Περιήγησις" τον ενθουσιασμό του στην θέα του βάθρου του στρατηγού και πολιτικού Φιλοποίμενα και παραθέτει τη θαυμάσια ελεγεία του βάθρου.
Ο μέγας αυτός περιηγητής της αρχαιότητος, επισκεπτόμενος την Τεγέα επικαλείται ως πηγή του τις μαρτυρίες που βρίσκει στο Ναό της Αλέας Αθηνάς που βρισκόταν, όπως και το Στάδιο, έξω από τα τείχη της αρχαίας πόλεως.
Ο Παυσανίας μεταφέρει στο έργο του "Ελλάδος Περιήγησις" τον ενθουσιασμό του στην θέα του βάθρου του στρατηγού και πολιτικού Φιλοποίμενα και παραθέτει τη θαυμάσια ελεγεία του βάθρου.
Ο μέγας αυτός περιηγητής της αρχαιότητος, επισκεπτόμενος την Τεγέα επικαλείται ως πηγή του τις μαρτυρίες που βρίσκει στο Ναό της Αλέας Αθηνάς που βρισκόταν, όπως και το Στάδιο, έξω από τα τείχη της αρχαίας πόλεως.
Ο Πάνας, υπήρξε θεϊκή μορφή κατ΄ εξοχήν αρκαδική, τιμώμενη τόσο στην Τεγέα όσο και ευρύτερα στην αρκαδική γη. Η μορφή του εμφανίζεται συχνά επιβλητική και άλλοτε αινιγματική, να κοσμεί ανάγλυφες επιτύμβιες στήλες, αναθήματα, γλυπτά, ακόμη και νομίσματα. Κατά τους αρχαίους προγόνους μας, ο Πάνας περιφερόταν συνήθως στη φύση, στο Μαίναλο, στο Λύκαιο όρος, στον ποταμό Λάδωνα και στο Αφροδίσιο όρος, στην Μαντινεία κ.α.. Τριγυρνούσε ανάμεσα στα βουνά και στα ποτάμια σκορπώντας τις εύηχες μελωδίες του αυλού του και αφυπνίζοντας αρμονικά τη φύση. Θεωρείται μάλιστα επινοητής της σύριγγας, δηλαδή του αυλού.
Στην περιοχή του Λάδωνα ποταμού, κάποτε ο Πάνας συνάντησε την νύμφη Σύρριγα και άρχισε να την κυνηγά. Όταν την έφθασε, άπλωσε τα χέρια του να την πιάσει, ενώ εκείνη έτεινε προς τις όχθες του ποταμού. Εξαντλημένη, παρακάλεσε τον Λάδωνα να την βοηθήσει και αυτός, την μεταμόρφωσε σε καλαμιά. Έτσι ο Πάνας βρέθηκε να κρατά, αντί για την νύμφη, ένα καλάμι. Απογοητευμένος, στάθηκε δίπλα στην όχθη του ποταμού κρατώντας το καλάμι, οπότε άκουσε τον ήχο του αέρα που περνούσε μέσα απ' αυτό. Τότε έκοψε και άλλα καλάμια σε διαφορετικό μήκος, τα ένωσε κλιμακωτά με κερί κι έτσι έφτιαξε τη σύριγγα που επικράτησε να λέγεται "αυλός του Πανός".
Στις αναπαραστάσεις του ο Πάνας κρατούσε στο ένα χέρι τη σύριγγα και στο άλλο συνήθως μια γκλίτσα. Επειδή η μορφή του ήταν αλλόκοτη και τρόμαζε όσους πλησίαζε, ήταν συνήθως μόνος του, βρίσκοντας θερμή υποδοχή στην ομήγυρη των Σατύρων και του Διονύσου. Ο Πάνας φημιζόταν για τη μουσική και τις μελωδίες του με τις οποίες μάγευε τα ζώα, τα πουλιά και τις Νύμφες του δάσους. Αγαπούσε το τραγούδι, το χορό και το γλέντι και επιδιδόταν σε αυτά, με συντροφιά τις Νύμφες, τον Διόνυσο και τους Πανίσκους.
H άμιλλα του Πάνα με τον Απόλλωνα στη μουσική ήταν παροιμιώδης. Ο Πάνας κάποτε κάλεσε τον ίδιο το θεό Απόλλωνα να συναγωνιστούν στην μουσική. Ο Απόλλων ήρθε ντυμένος με πορφυρό μανδύα, με τη χρυσή του λύρα στο χέρι και δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι. Πρώτος άρχισε να παίζει ο Πάνας. Οι απλές και γλυκές μελωδίες από την ποιμενική φλογέρα του αντιλαλούσαν στις γύρω βουνοπλαγιές. Μόλις τελείωσε το τραγούδι του ο Πάνας και έσβησε και ο τελευταίος απόηχος από τη μουσική του, ο Απόλλωνας άγγιξε τις χρυσές χορδές της λύρας του. Τότε οι εξαίσιοι ήχοι μιας θεικής μουσικής και μιας ουράνιας μελωδίας διαχύθηκαν και όλοι μαγεμένοι άκουγαν το τραγούδι. Μόλις έσβησαν και οι τελευταίοι ήχοι της λύρας, όλοι δόξασαν τον τρανό λυράρη θεό. Ο Πάνας νικημένος από τον Απόλλωνα, χώθηκε λυπημένος ακόμα πιο βαθιά μέσα στα λαγγάδια. Εκεί συχνά αντηχούν οι θλιμμένοι ήχοι της φλογέρας του που τους ακούν οι νεαρές Νύμφες.
Στην περιοχή του Λάδωνα ποταμού, κάποτε ο Πάνας συνάντησε την νύμφη Σύρριγα και άρχισε να την κυνηγά. Όταν την έφθασε, άπλωσε τα χέρια του να την πιάσει, ενώ εκείνη έτεινε προς τις όχθες του ποταμού. Εξαντλημένη, παρακάλεσε τον Λάδωνα να την βοηθήσει και αυτός, την μεταμόρφωσε σε καλαμιά. Έτσι ο Πάνας βρέθηκε να κρατά, αντί για την νύμφη, ένα καλάμι. Απογοητευμένος, στάθηκε δίπλα στην όχθη του ποταμού κρατώντας το καλάμι, οπότε άκουσε τον ήχο του αέρα που περνούσε μέσα απ' αυτό. Τότε έκοψε και άλλα καλάμια σε διαφορετικό μήκος, τα ένωσε κλιμακωτά με κερί κι έτσι έφτιαξε τη σύριγγα που επικράτησε να λέγεται "αυλός του Πανός".
Στις αναπαραστάσεις του ο Πάνας κρατούσε στο ένα χέρι τη σύριγγα και στο άλλο συνήθως μια γκλίτσα. Επειδή η μορφή του ήταν αλλόκοτη και τρόμαζε όσους πλησίαζε, ήταν συνήθως μόνος του, βρίσκοντας θερμή υποδοχή στην ομήγυρη των Σατύρων και του Διονύσου. Ο Πάνας φημιζόταν για τη μουσική και τις μελωδίες του με τις οποίες μάγευε τα ζώα, τα πουλιά και τις Νύμφες του δάσους. Αγαπούσε το τραγούδι, το χορό και το γλέντι και επιδιδόταν σε αυτά, με συντροφιά τις Νύμφες, τον Διόνυσο και τους Πανίσκους.
H άμιλλα του Πάνα με τον Απόλλωνα στη μουσική ήταν παροιμιώδης. Ο Πάνας κάποτε κάλεσε τον ίδιο το θεό Απόλλωνα να συναγωνιστούν στην μουσική. Ο Απόλλων ήρθε ντυμένος με πορφυρό μανδύα, με τη χρυσή του λύρα στο χέρι και δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι. Πρώτος άρχισε να παίζει ο Πάνας. Οι απλές και γλυκές μελωδίες από την ποιμενική φλογέρα του αντιλαλούσαν στις γύρω βουνοπλαγιές. Μόλις τελείωσε το τραγούδι του ο Πάνας και έσβησε και ο τελευταίος απόηχος από τη μουσική του, ο Απόλλωνας άγγιξε τις χρυσές χορδές της λύρας του. Τότε οι εξαίσιοι ήχοι μιας θεικής μουσικής και μιας ουράνιας μελωδίας διαχύθηκαν και όλοι μαγεμένοι άκουγαν το τραγούδι. Μόλις έσβησαν και οι τελευταίοι ήχοι της λύρας, όλοι δόξασαν τον τρανό λυράρη θεό. Ο Πάνας νικημένος από τον Απόλλωνα, χώθηκε λυπημένος ακόμα πιο βαθιά μέσα στα λαγγάδια. Εκεί συχνά αντηχούν οι θλιμμένοι ήχοι της φλογέρας του που τους ακούν οι νεαρές Νύμφες.
Ο Παυσανίας επιπροσθέτως αναφέρει τον επινίκειο δείπνο των γυναικών της Τεγέας κατά την εορτή των Αλωτίων, εορτασμός κατά τον οποίο πανηγύριζαν τη νίκη τους εναντίον των Σπαρτιατών ύστερα από πολεμική σύγκρουση που επήλθε κατά το 2ο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Αρχέγονα δρώμενα που παραπέμπουν σε προϊστορικές εποχές, και τα οποία καταδεικνύουν τον φυσιολατρικό χαρακτήρα της αρχαίας λατρείας...
Ν. ΕΞΑΡΧΟΣ