ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΤΑΛΥΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΣΚΕΨΕΩΣ
Aφ ης στιγμής ο ελληνικός κόσμος σταθεροποιεί τις δομές του, αναπτύσσει το εμπόριο, τη ναυτιλία και τις τέχνες αρχίζει να επιδίδεται στην εξέταση κοσμολογικών προβλημάτων επιφέροντας την μετάβαση από τον μύθο στον λόγο[1]. Μία ωρίμανση συντελείται στα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα, εξέλιξη συνυφασμένη με την ανάπτυξη της φιλοσοφίας σε όλες της τις εκφάνσεις Επιχειρείται η εξεύρεση απαντήσεων σε καίρια ερωτήματα σχετιζόμενα με τα γενεσιουργά αίτια της δημιουργίας του κόσμου και την ανακάλυψη των νόμων και των αρχών που τη διέπουν.
Αναδιφώντας στην εξέλιξη του φιλοσοφικού στοχασμού όπως εκτυλίσσεται στην αρχαία ελληνική παράδοση, διακρίνουμε τρεις βασικές περιόδους στις οποίες διαρθρώνεται: Την Κοσμολογική περίοδο, η οποία προσδιορίζεται από τους Ίωνες-φυσικούς φιλοσόφους. Την Ανθρωποκεντρική περίοδο, με βασικούς εκπροσώπους της τους Σωκράτη, Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Και την Ατομικιστική περίοδο, στην οποία κυριαρχούν οι Επικούρειοι, οι Κυνικοί και οι Στωϊκοί φιλόσοφοι[2].
Η Προσωκρατική φιλοσοφία αναπτύσσεται στην Ιωνία και στην Μεγάλη Ελλάδα. Οι Ίωνες-Προσωκρατικοί φιλόσοφοι, με πρωτοπόρο τον Θαλή τον Μιλήσιο, επιχειρούν να ερμηνεύσουν την κοσμική γένεση ως απορροή φυσικών διεργασιών. Η αφετηρία της συλλογιστικής τους έγκειται στην θεώρηση ότι πέρα από την φαινομενική ρευστότητα του κόσμου υφίσταται μία αναλλοίωτη γενεσιουργός ουσία, υλικής υφής, από την οποία δημιουργούνται και στην οποία καταλήγουν (μέσω της φθοροποιού διαδικασίας), όλα τα όντα στο συμπαντικό στερέωμα. Πρόκειται για την αρχή του ενισμού. Σύμφωνα με την αντίληψη που πρεσβεύουν, η ουσία αυτή είναι αυθύπαρκτη και αυτούσια. Διακρίνεται από το στοιχείο της κινήσεως, έχει δυναμική υπόσταση όπως κάθε ζωντανός οργανισμός, προσδίδοντας σταθερότητα και ενότητα στο κοσμικό όλο. Ο Θαλής ο Μιλήσιος θεωρεί ως συστατική/γενεσιουργό ουσία του κόσμου το νερό. Ο Αναξίμανδρος την εντοπίζει στην άμορφη μάζα (άπειρον), ενώ ο Αναξιμένης ισχυρίζεται ότι θεμελιώδης ουσία της συμπαντικής γενέσεως είναι ο αέρας[3]
Κατά τον Πυθαγόρα και τους Κροτωνιάτες εταίρους του, η γενεσιουργός αρχή των πάντων ενυπάρχει στους αριθμούς, καθώς οι αριθμητικές αναλογίες ενέχουν την αρμονία και το κάλλος που συνέχουν τον κόσμο. Στην κοσμογονική θεώρηση του ενισμού που διακρίνει μία τάση των Προσωκρατικών φιλοσόφων, θα αντιπαρατεθεί η πολυαρχική θεώρηση, ανακύπτοντας μία φιλοσοφική διαμάχη η οποία θα δώσει ώθηση στην περαιτέρω αναζήτηση περί της ουσίας και της συστάσεως του κόσμου. Ο Εφέσιος Ηράκλειτος απορρίπτει τις θεωρίες των προγενέστερων προσωκρατικών φιλοσόφων, αναγορεύοντας την διαρκή μεταβλητότητα των πάντων και την σύγκρουση των εναντίων σε βασική κοσμογονική αρχή ενός κόσμου παραλληλιζόμενου με τη φωτιά. Ρήσεις όπως “Τα πάντα ρει” και “Πόλεμος πατήρ πάντων εστί”, αποδίδουν την πεμπτουσία του φιλοσοφικού του στοχασμού, εισάγοντας την δυναμική αντίληψη του κόσμου. Παράλληλα, ο στοχασμός του Ηρακλείτου εγείρει το πρώτο γνωσιολογικό ζήτημα της ελληνικής φιλοσοφίας, το οποίο έγκειται στο κατά πόσο διαθέτουμε επίγνωση ενός κόσμου ευρισκόμενου σε διαρκή μεταβολή. Την κοσμοαντίληψη του Ηρακλείτου περί της διαρκούς μεταβολής των πάντων, αντικρούει ο Παρμενίδης και η Ελεατική Σχολή, προτάσσοντας το επιχείρημα ότι η μεταβλητότητα του κόσμου είναι επίπλαστη. Κατ΄ αυτόν, η κοσμική ουσία προσεγγίζεται νοητικά και όχι μέσω απατηλών αισθήσεων, έχει υπερβατική διάσταση και ακίνητη μορφή. Με τη θεώρηση αυτή, ο Παρμενίδης αντιμάχεται την υλοζωϊκή θεωρία των Ιώνων φιλοσόφων, διανοίγοντας την προοπτική για την αφηρημένη σκέψη[4].
Μετά το καίριο πλήγμα που δέχονται από την παρμενίδειο συλλογιστική, οι Προσωκρατικοί ανασκευάζουν τις θέσεις τους επιδιδόμενοι σε συγκερασμό των αντιλήψεων του Ηρακλείτου με εκείνες του Παρμενίδη. Μεταπίπτουν σε μία νέα τοποθέτηση κατά την οποία η γενεσιουργός αρχή του κόσμου είναι αμετάβλητη και αιώνια, αλλά ανάγεται σε περισσότερες από μία αρχέγονες αρχές, προσχωρώντας στην υϊοθέτηση της πολυαρχικής αντιλήψεως. Στην βάση αυτής της θεωρίας κινείται ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος, διακηρύσσοντας ότι η συμπαντική δημιουργία οφείλεται στην συνένωση τεσσάρων στοιχείων που αποκαλεί ριζώματα (αέρας, γη, νερό, φωτιά), τα οποία δημιουργούν συνδυασμούς με γνώμονα τη συνοχή και την άπωση, τη Φιλία και την Έριδα. Πρόκειται για στοιχεία αμετάβλητα και αιώνια, η συνένωση των οποίων πραγματώνεται κατά τρόπο τυχαίο σε διάφορες αναλογίες. Ακολουθεί η εκδοχή του Αναξαγόρα, σύμφωνα με την οποία η κοσμική σύνθεση προκύπτει από άπειρο αριθμό πρωτογενών στοιχείων που αποκαλεί “σπέρματα”, των οποίων η κίνηση απορρέει από το Νου που διευθύνει το κοσμικό όλο.
Εκείνος όμως που πραγματοποίησε αληθινή τομή στην φιλοσοφική σκέψη, πρωτοπορώντας, ανοίγοντας τον δρόμο για την μελλοντική επιστημονική θεμελίωση της ατομικής θεωρίας και προεκτατικά της Φυσικής, είναι ο Δημόκριτος και κατ΄ επέκταση οι ατομικοί φιλόσοφοι. Ο Δημόκριτος αποδίδει την γένεση και σύνθεση του αισθητού κόσμου στη συνένωση άπειρων μικροσκοπικών μορίων, τα οποία αποκαλεί άτομα. Οι συνενώσεις των ατόμων αναπτύσσουν κινητική λειτουργία εντός του κενού, υποκείμενα στον νόμο της γενέσεως και της φθοράς, δίχως όμως να επηρεάζεται η υπόσταση των ιδίων των ατόμων, ούσα αναλλοίωτη. Πρόκειται για την πλέον προωθημένη από τις πολυαρχικές αντιλήψεις των προσωκρατικών φιλοσόφων, η οποία έδωσε το έναυσμα για περαιτέρω αναζήτηση.
Αποτιμώντας τις θεωρίες των Προσωκρατικών φιλοσόφων σε σχέση με την κοσμική γένεση, συνάγεται ότι όλες ανάγονται σε μία υποθετική εκδοχή. Όμως, η συνεισφορά τους στον φιλοσοφικό και επιστημονικό ευρύτερα στοχασμό τυγχάνει ανεκτίμητη. Αφ΄ ενός αποπειρώνται να εξηγήσουν την κοσμική δημιουργία υϊοθετώντας φυσικούς όρους, εδραζόμενη η σκέψη τους σε μία λογική βάση, αφ΄ ετέρου απορρίπτουν τους θεοκρατικούς μύθους, τις δεισιδαιμονικές πλάνες και τις υπερφυσικές δοξασίες που κυριαρχούσαν μέχρι την εποχή τους. Οι προσωκρατικοί διανοίγουν την ατραπό προς την επιστήμη, μέσω του ορθολογισμού. Παρατηρώντας τα φυσικά φαινόμενα, επιχειρούν τη διατύπωση επιστημονικών προσεγγίσεων σε όλους τους τομείς του επιστητού[5]. Επιπλέον, καθιερώνουν την διαλεκτική προσέγγιση των προτεινόμενων θεωριών, υποβάλλοντάς τις σε δημόσια συζήτηση και κριτική. Εδώ έγκειται η ειδοποιός διαφορά του ελληνικού κόσμου από τους λαούς της απολυταρχικής Ανατολής. Ο θεσμός της πόλεως-κράτους προήγαγε την ενεργοποίηση των πολιτών, μετέχοντας στα δημόσια δρώμενα και σε αντιπαραθέσεις απόψεων, οπότε η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ήταν ευεπίφορη στην ανάπτυξη κριτικής και διαλόγου επί θεμάτων φιλοσοφικής-επιστημονικής υφής, παρέχοντας ώθηση σε περαιτέρω αναζήτηση. Ιδού έγκειται και η συμβολή της ελληνικής φιλοσοφίας στην ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψεως, καταρρίπτοντας και απορρίπτοντας τους θεοκρατικούς μύθους και ωθώντας την αναζήτηση προς την ατραπό της επαγωγικής συλλογιστικής και κατ΄ επέκταση της τεκμηριωμένης γνώσης. Γι΄ αυτό και η φιλοσοφία σε όλες τις γλώσσες του κόσμου απαντάται ως δάνειο από τον ελληνικό λόγο, καθώς αποτελεί προϊόν του ελληνικού στοχασμού.
Η ανάπτυξη του φιλοσοφικού ρεύματος των σοφιστών, είναι σύγχρονη της εποχής του Σωκράτη. Ενώ οι Σοφιστές αρχικά προσέγγισαν τον άνθρωπο ως έλλογο ον, στην πορεία εκτράπηκαν θέτοντας τον λόγο στην υπηρεσία της εκπληρώσεως των ηδονών, ταυτίζοντάς την με το απόλυτο αγαθό. Ως εκ τούτου, κατέστησαν τον λόγο υπηρετικό μέσο ικανοποιήσεως παθών και διαφόρων αναγκών, ανάγοντάς τον σε χρησιμοθηρικές σκοπιμότητες και υποβιβάζοντάς τον[6]. Μετερχόμενοι αυτής της τακτικής, προσέδωσαν στον όρο “σοφιστεία” αναπότρεπτα αρνητική χροιά. Ο όρος “σόφισμα” απαντάται στο έργο του Ηροδότου, προσλαμβάνοντας την έννοια του τεχνάσματος, του “κόλπου”[7], της επινοήσεως που ενέχει αληθοφανή χροιά, πλην όμως είναι εσφαλμένο. Ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί τον όρο “σόφισμα” σε πλείστες κωμωδίες του (Νεφέλες, Όρνιθες κ.α.) με αμιγώς αρνητικό σημασιολογικό περιεχόμενο, ανταποκρινόμενο στον σκωπτικό χαρακτήρα της κωμωδίας[8] Κατ΄ επέκταση υποδηλώνει το ευφυολόγημα, το οποίο έχει παραπειστικό χαρακτήρα.
Ο Σωκράτης επιφέρει θεμελιακές αλλαγές στον φιλοσοφικό στοχασμό, καθώς δεν διατυπώνει απλά κάποιες απόψεις, υποδεικνύει μία στάση ζωής, διακρινόμενη από μοναδικότητα και συνέπεια. Προάγει την ενδοσκόπηση, παροτρύνει τον άνθρωπο να επιδοθεί σε αυτογνωσία, προσδίδοντας οντολογική και ανθρωποκεντρική διάσταση στην φιλοσοφική ενατένιση, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους από την φύση στον άνθρωπο, στην ουσία και στον σκοπό της υπάρξεώς του, προβαίνοντας στη θεμελίωση του εσωτερικού κόσμου[9]. Αρχή της σωκρατικής διδασκαλίας είναι η ύπαρξη μίας ηθικής συνειδήσεως, η οποία ενυπάρχει σε όλους τους ανθρώπους. Μία συνείδηση συνυφασμένη με τις αρετές (σωφροσύνη, ευθυκρισία, αυτοκυριαρχία, δικαιοσύνη κ.α.), η οποία εμφωλεύει στον εσώτερο εαυτό των ανθρώπων, πλην όμως τελεί σε λανθάνουσα κατάσταση. Με την καταφυγή στην ορθή γνώση, είναι εφικτή η αφύπνιση της συνειδήσεως και η εμβίωση της αρετής, εδραζόμενη στην βάση ηθικών αρχών και αξιών, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο γενικής παραδοχής, Ως εκ τούτου συνιστούν απόλυτα ηθικά πρότυπα. Η αρετή λοιπόν είναι διδακτή και ο Σωκράτης θέτει ως σκοπό του την εμπέδωσή της από τους ανθρώπους. Η γνωστική αυτή διεργασία που κατατείνει στην ανακάλυψη και εμβίωση της αρετής, κατά την σωκρατική αντίληψη, εστιάζεται στις ηθικές έννοιες και όχι σε υλικές αρχές όπως πρεσβεύουν οι σοφιστές, αντιδιαστελλόμενος πλήρως προς τη δική τους θεώρηση[10]. Επιγραμματικά, κατά Κικέρωνα, ο Σωκράτης πήρε τη φιλοσοφία απ΄ τον ουρανό εγκαθιδρύοντάς την στα σπίτια[11]. Αναδεικνύει την ψυχή σε πηγή και θεματοφύλακα των αξιών, εκλογικεύοντας τη ζωή[12].
Θέσφατο του Σωκράτη αποτελεί η θέση “ουδείς εκών κακός”, επιχειρηματολογώντας ότι η διάπραξη του κακού από μέρος των ανθρώπων είναι απότοκο της άγνοιας και απόρροια της ελλείψεως ορθής γνώσεως, η οποία άγει στην αρετή. Επιπροσθέτως, ο Σωκράτης διακηρύσσει την ενότητα των αρετών, φρονώντας ότι εάν ο άνθρωπος αποκτήσει μία αρετή, τις κατέχει όλες, καθώς συνέχονται από το στοιχείο της αμοιβαιότητας, ούσες αλληλένδετες, αποτελώντας εκφάνσεις της μίας και μοναδικής αρετής. Η πρόσληψη της ορθής γνώσεως και η κατάκτηση της αρετής οδηγεί αναπότρεπτα στην μέθεξη της ευδαιμονίας, καθώς ο επιδιδόμενος στην διάπραξη ενάρετων έργων, θεμελιώνει συνθήκες ανατάσεως και εμβιώσεως ευδαίμονος βίου.
Η μεθοδολογία του Σωκράτη έγκειται στην εξής τακτική: Ακολουθεί μία διαλεκτική προσέγγιση των διαπραγματευόμενων ζητημάτων, θέτοντας στους συνομιλητές του ένα ερώτημα σχετικά με μία ηθική έννοια την οποία θεωρούν ότι γνωρίζουν και περί της οποίας ο ίδιος ο φιλόσοφος υποδύεται ότι διακατέχεται από άγνοια. Μέσω διαδοχικών ερωτημάτων εμβαθύνσεως στην ουσία των εννοιών και κριτικής τοποθετήσεως έναντι των λαμβανομένων απαντήσεων, ακολουθώντας μία επαγωγική μέθοδο ωθεί τους συνομιλητές του στην απόκτηση επιγνώσεως της άγνοιάς τους. Αυτή η διεργασία, τους οδηγεί στο να εγκύψουν εντός τους, ανακαλώντας γνώριμα ηθικά παραδείγματα, σχετιζόμενα με την εξεταζόμενη έννοια ώστε μέσω αυτής της διαδικασίας να ανακαλύψουν οι ίδιοι τις ορθές απαντήσεις στο αρχικό ερώτημα. Ο Σωκράτης δεν παρέχει “μασημένη τροφή”, αλλά αναπτύσσει την κριτική και νοητική ικανότητα των ανθρώπων στην βάση αναλλοίωτων ηθικών αρχών, ενεργοποιώντας τους προς την κατεύθυνση του “σκέπτεσθαι”[13]. Γι΄ αυτό, η επαγωγική μέθοδος που χρησιμοποιεί ονομάστηκε “μαιευτική”, καθώς εκμαιεύει την αλήθεια από τον συνομιλητή του.
Ο Πλάτωνας, μαθητής του Σωκράτη, ασπάζεται τη θεωρία του δασκάλου του, αλλά την επεκτείνει, καθώς έχει διευρυμένο φάσμα αναζητήσεων, πέραν των ηθικών ζητημάτων που θέτει η σωκρατική φιλοσοφική σκέψη. Ενστερνίζεται τις ηθικές έννοιες οι οποίες κατά τον Σωκράτη συνιστούν την πηγή της αυθεντικής γνώσεως, όμως τις αναγάγει σε αυθύπαρκτες οντότητες, τις οποίες αποκαλεί Ιδέες, προσδίδοντας παράλληλα στην σωκρατική διδασκαλία μεταφυσική διάσταση[14]. Η πλατωνική θεωρία αναφέρεται σε δύο κόσμους, εκείνον των αισθήσεων υποκείμενο σε κίνηση, μεταβολή, ταυτιζόμενο με το γήϊνο πεδίο και τον υπεραισθητό ο οποίος τυγχάνει σταθερός, αιώνιος και ιδανικός. Στην πρόσληψη αυτή του Πλάτωνα, διαφαίνεται η επιρροή της παρμενίδειας θεωρίας. Ο ιδεώδης κόσμος ο οποίος περικλείει τις Ιδέες, είναι αμετάβλητος και άφθαρτος. Οι Ιδέες συνιστούν φωτεινές οντότητες, αναλλοίωτες οι οποίες συγκροτούν το πρότυπο των διαφόρων εννοιών (είτε ηθικών, είτε γνωστικών), συνιστώντας την πεμπτουσία των δεδομένων των εμπειριών του κόσμου των αισθήσεων. Είναι τα αιώνια αρχέτυπα τα οποία μορφοποιούν τα δημιουργήματα του αισθητού κόσμου. Σύμφωνα με την θεώρηση αυτή, όλα όσα υφίστανται στον κόσμο των αισθήσεων θεωρούμενα ως αληθινά, δεν είναι παρά απεικάσματα, σκιές του κόσμου των Ιδεών στις οποίες μετέχουν. Αναμφίβολα η θεωρία του Πλάτωνα περί Ιδεών έχει δυϊστικό χαρακτήρα, κάνοντας διάκριση μεταξύ του κόσμου των Ιδεών που θεωρεί ως πραγματικό και ο οποίος παρέχει τη γνώση και του κόσμου των αισθήσεων ο οποίος είναι φανταστικός παρέχοντας μόνο γνώμη. Ο κόσμος των Ιδεών δεν είναι προσπελάσιμος μέσω των αισθήσεων, αλλά προσεγγίζεται με τον νου ο οποίος μετέχει της ψυχής, παρέχοντας ζωή και κίνηση στην ύπαρξη.
Για τον Πλάτωνα η γνώση συνιστά διαδικασία αναμνήσεως. Κατά τη διάρκεια των διαδοχικών ενσαρκώσεων της ψυχής (έκδηλη επιρροή των Πυθαγορείων), η ψυχή στο μεσοδιάστημα που μεσολαβεί μεταξύ των ενσαρκώσεων είτε και κατά τη διάρκεια της επίγειας παρουσίας της, αποκτά φευγαλέα πρόσβαση στον τέλειο κόσμο των Ιδεών. Κατά την γήϊνη παρουσία της, η ψυχή αποκτά γνώση των Ιδεών μέσω των αισθητών απεικασμάτων με τα οποία έρχεται σε επαφή, ανακαλώντας στη μνήμη της τα αιώνια αρχέτυπα των Ιδεών στα οποία τα είδωλα παραπέμπουν. Η γνώση των Ιδεών απαλύνει την ψυχή από την ειρκτή του σώματος που λειτουργεί περιοριστικά, συντελώντας ώστε να αναβιβασθεί προς την ύψιστη ιδέα του Αγαθού, που περιλαμβάνει όλες τις Ιδέες, προσεγγίζοντας το φως, ταυτιζόμενο με τη θεϊκή ουσία, απαλλασσόμενη από την αμάθεια του υλικού κόσμου. Η εκπλήρωση του ανώτερου προορισμού του ανθρώπου επέρχεται εξομοιούμενος με τη θεϊκή ουσία, επιδίωξη πραγματωνόμενη με τον αρμονικό συγκερασμό των τριών αρετών (σωφροσύνης, σοφίας, ανδρείας), ανταποκρινόμενες στο τριμερές της ψυχής (λογιστικό, θυμοειδές, επιθυμητικό). Τότε κατακτάται και η τέταρτη αρετή, που είναι η δικαιοσύνη.
Κάθε μία από τις τρεις φάσεις της ελληνικής φιλοσοφίας που εξετάσαμε, έχει τη δική της συμβολή στην εξέλιξη του φιλοσοφικού στοχασμού, συμβάλλοντας εποικοδομητικά στην μακραίωνη εκείνη διεργασία που οδήγησε στην θεμελίωση της επιστήμης.
Οι διαφορετικές αντιλήψεις που διατυπώνονται από κάθε σχολή απηχούν τις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα ανά εποχή στην πόλη-κράτος. Η εκκίνηση γίνεται με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, απελευθερώνοντας τη σκέψη από το ασφυκτικό πλαίσιο των θεοκρατικών μύθων, θεμελιώνοντας την λογική ως βασική συνισταμένη στην φιλοσοφική αναζήτηση. Έπεται η ανθρωποκεντρική τάση, εκπροσωπούμενη από τους Σωκράτη, Πλάτωνα και Αριστοτέλη, σε μία χρονική συγκυρία κατά την οποία η πόλη-κράτος και ιδίως η Αθήνα βρίσκεται στο απόγειο της αίγλης της. Έπεται η ατομικιστική φιλοσοφική τάση, που εκδηλώνεται σε μία χρονική περίοδο κατά την οποία ο ελληνικός κόσμος αρχίζει να βρίσκεται σε ύφεση και ο θεσμός της πόλης-κράτους σταδιακά παρακμάζει, οπότε ευνόητο είναι η φιλοσοφική σκέψη να εκφράζει τα νέα ήθη και να ανταποκρίνεται στα σημεία των καιρών....
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
[1] Ρούσσος, Ευάγγελος Ν., «Η κοσμολογία της Μιλήτου», Δευκαλίων, 11 (1974), σελ.337.
[2] Α. Κουκουζέλη: Κεφάλαιο “Φιλοσοφία και Επιστήμη”, από το βιβλίο Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, Τόμος Β, σελ. 109, ΕΑΠ, Πάτρα 2000.
[3] όπως ανωτέρω, σελ. 109.
[4] Α. Κουκουζέλη: Κεφάλαιο “Φιλοσοφία και Επιστήμη”, από το βιβλίο Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, Τόμος Β, σελ. 111, ΕΑΠ, Πάτρα 2000.
[5] Ρούσσος, Ευάγγελος Ν., «Η κοσμολογία της Μιλήτου», Δευκαλίων, 11 (1974), σελ.338
[6] Σολωμού – Παπανικολάου, «Η Σωκρατική θεώρηση για τον άνθρωπο», Ευδικία 9 (2009), σελ. 53-54.
[7] Χλόη Μπάλλα, Καλλιόπη Παπαμανώλη, Οι Σοφιστές και ο Σωκράτης, https://repository.kallipos.gr/ handle/11419/11866, σελ. 38.
[8] όπως ανωτέρω, σελ. 39. .
[9] Β. Τατάκη, Ο Σωκράτης, Η ζωή του, η Διδασκαλία του, Εκδόσεις “Αστήρ”, Αθήνα 1983, σελ. 56.
[10] Α. Κουκουζέλη: Κεφάλαιο “Φιλοσοφία και Επιστήμη”, από το βιβλίο Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, Τόμος Β, ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σελ. 114-115,
[11] Β. Τατάκη, Ο Σωκράτης, Η ζωή του, η Διδασκαλία του, Εκδόσεις “Αστήρ”, Αθήνα 1983, σελ. 65
[12] όπως ανωτέρω, σελ. 63.
[13] Α. Κουκουζέλη: Κεφάλαιο “Φιλοσοφία και Επιστήμη”, από το βιβλίο Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, Τόμος Β, ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σελ. 117,
[14] Α. Κουκουζέλη: Κεφάλαιο “Φιλοσοφία και Επιστήμη”, από το βιβλίο Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, Τόμος Β, ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σελ. 116.
Σχόλια