Η ΑΡΧΑΙΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ Η ΘΕΟΣΕΒΕΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ...
Οι Αρχαίοι Έλληνες ανέκαθεν έθεταν τη θεία λατρεία στο επίκεντρο της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής σε όλες τις ιστορικές περιόδους της εξελικτικής πορείας τους στον χώρο και στον χρόνο. Είτε η άσκηση της λατρείας τους αφορούσε πάνδημες εκφάνσεις της θρησκευτικότητος είτε μυστηριακά δρώμενα, κατά γενική ομολογία οι ΄Ελληνες ήσαν ευσεβείς και βαθύτατα θρησκευόμενοι από τις αρχέγονες περιόδους, αντανακλώντας τη θεοσέβειά τους στα έργα τέχνης, στα μνημεία και στις προσφορές που αφιέρωσε ο ΄Ελλην στις θεότητές του.
Η πολυδιάστατη αυτή θρησκευτική δραστηριότητα απαιτούσε την ανταπόκριση σε μία σειρά λατρευτικών αναγκών των ναών και των θρησκευτών. Αναφορικά με τα δημιουργήματα της θρησκευτικής τέχνης, ο πολίτης ένιωθε ιδιαίτερο δέος για την αρχιτεκτονική και τη γλυπτική, διότι η απεικόνιση μορφών και διαστάσεων ήταν ιδιότητες περισσότερο συνυφασμένες με τη Θρησκεία και την έκφραση του θρησκευτικού του συναισθήματος. Τα αρχαϊκά ξύλινα ξόανα (από το ρήμα «ξέω», εξ ου και το ξύσιμο του ξύλου-Τέχνη της Συντεχνίας των Δαιδαλιδών που αποτελούσαν κλάδο των Διονυσιακών Τεχνιτών), δημιουργήθηκαν σε μια εποχή που η κατεργασία των μετάλλων δεν ήταν διαδεδομένη. Μάλιστα, τα αρχέγονα ξόανα, θεωρήθηκαν "διοπετή", δηλαδή ότι είχαν ριφθεί από τους ουρανούς, εκ μέρους του Διός προς τους ανθρώπους...
Οι βελτιωμένες μορφές τέχνες και τα δημιουργήματα του 6ου και 5ου π.Χ. αιώνα, δεν ήταν απλές απεικονίσεις των θείων δυνάμεων, αλλά συνιστούσαν σώματα που περιέκλειαν εντός τους την ίδια τη θεότητα, στο πλαίσιο της ανθρωπομορφικής απεικονίσεως του θείου, μία τεχνική που αποσκοπούσε στην μεγαλύτερη εξοικείωση του απλού ανθρώπου με την έννοια της θεότητας...
Ο αρχαιολόγος G. Richter σχετικά επισημαίνει: «για τον Έλληνα γλύπτη, ο υπέρτατος σκοπός του ήταν να ενσαρκώσει το όραμά του της θεότητας σ΄ένα άγαλμα μεγάλου ναού». Ενώ για τον επιφανή αρχαιολάτρη Er. Rohde: «Ακόμα και τα έργα που δε φαίνονται να έχουν άμεσα θρησκευτικό χαρακτήρα, αγάλματα των νικητών αθλητών, αναθηματικοί ανδριάντες, επιτάφια ανάγλυφα κ.λ.π, στην πραγματικότητα είχαν στενή σχέση με τη θρησκεία και ήταν έκφραση της πίστεως του Ελληνικού λαού στη συμπαράσταση των θεών του στους αγώνες του, ή θεραπεία των νεκρών».
Ο αρχαιολόγος G. Richter σχετικά επισημαίνει: «για τον Έλληνα γλύπτη, ο υπέρτατος σκοπός του ήταν να ενσαρκώσει το όραμά του της θεότητας σ΄ένα άγαλμα μεγάλου ναού». Ενώ για τον επιφανή αρχαιολάτρη Er. Rohde: «Ακόμα και τα έργα που δε φαίνονται να έχουν άμεσα θρησκευτικό χαρακτήρα, αγάλματα των νικητών αθλητών, αναθηματικοί ανδριάντες, επιτάφια ανάγλυφα κ.λ.π, στην πραγματικότητα είχαν στενή σχέση με τη θρησκεία και ήταν έκφραση της πίστεως του Ελληνικού λαού στη συμπαράσταση των θεών του στους αγώνες του, ή θεραπεία των νεκρών».
Η λατρεία των χθόνιων θεοτήτων κυριαρχούσε στην πρώϊμη φάση κατά την οποία αναπτύχθηκε η ένθεη λατρεία, τις μακρινές περιόδους της λεγόμενης προϊστορικής εποχής. Αργότερα με την επικράτηση του Ολύμπιου Πανθέου, δημιουργείται σαφής διάκριση ανάμεσα στις ολύμπιες θεότητες, και εν γένει μεταξύ των ηλιακών-ουράνιων δυνάμεων που εγκωμιάζουν τα ομηρικά και ησιόδεια έπη, και στις χθόνιες θεότητες, που αντιπροσωπεύουν τις αντιλήψεις των προϊστορικών χρόνων.
Η οικιακή λατρεία αποτελούσε επίσης ένα σημαντικό μέρος της λατρείας. Σημείο αναφοράς της ήταν η Εστία, και ο εστιακός βωμός που βρισκόταν συνήθως στο αίθριο του σπιτιού.
Σημαντική θέση στην Ελληνική θρησκεία, κατείχε επίσης η λατρεία των νεκρών, δηλαδή των προγόνων, που ένωνε τους εν ζωή θνητούς με τα μέλη της φυλής που είχαν αναχωρήσει για το βασίλειο του Άδη. Ο νεκρός κατείχε ιερή διάσταση και η σορός του αποτελούσε αντικείμενο ιδιαίτερου σεβασμού, κατά τον Πλούταρχο «και γαρ όσιον τους μεθεστώτας ιερούς νομίζειν», γεγονός το οποίο αντανακλά την ισχυρή πεποίθηση των προγόνων μας περί της ψυχικής αθανασίας και το Επέκεινα, αντιλήψεις με σημαίνουσα διάσταση στη θρησκευτική αντίληψη των αρχαίων.
Η απόθεση προσφορών και χοών στους τάφους, αποτελούμενες από δώρα και τροφές (μέλι, γάλα, κρασί κ.α.), αποτελούσαν υψίστη υποχρέωση και ένδειξη σεβασμού προς τις ψυχές των νεκρών. Ιεροτελεστίες εξαγνισμού και καθάρσεως θα έπρεπε επίσης να ακολουθηθούν με συνέπεια σ΄ ένα σπίτι που πενθούσε.
Η λατρεία των γυναικείων θεοτήτων, συνδεόμενη άρρηκτα με την ευφορία της γης κατείχε ένα σημαντικό μέρος στις δοξασίες και στα δρώμενα της αρχαιοελληνικής λατρείας. Κορυφαία και αρχέγονη θεότητα με αντίστοιχες ιδιότητες είναι η Γη (Δη μήτηρ-Δημήτηρ), θεωρούμενη ως η μητέρα των αθανάτων θεών και των θνητών ανθρώπων. Στην λατρεία της ήσαν αφιερωμένα και τα αρχέγονα χρηστήρια, με πρώτο εκείνο των Δελφών, θεωρώντας την ικανή να μαντεύει μέσα από τα σπλάχνα της. Ανάμεσα στα θεϊκά παιδιά της συγκαταλέγεται και η Δήμητρα.
Η απόθεση προσφορών και χοών στους τάφους, αποτελούμενες από δώρα και τροφές (μέλι, γάλα, κρασί κ.α.), αποτελούσαν υψίστη υποχρέωση και ένδειξη σεβασμού προς τις ψυχές των νεκρών. Ιεροτελεστίες εξαγνισμού και καθάρσεως θα έπρεπε επίσης να ακολουθηθούν με συνέπεια σ΄ ένα σπίτι που πενθούσε.
Η λατρεία των γυναικείων θεοτήτων, συνδεόμενη άρρηκτα με την ευφορία της γης κατείχε ένα σημαντικό μέρος στις δοξασίες και στα δρώμενα της αρχαιοελληνικής λατρείας. Κορυφαία και αρχέγονη θεότητα με αντίστοιχες ιδιότητες είναι η Γη (Δη μήτηρ-Δημήτηρ), θεωρούμενη ως η μητέρα των αθανάτων θεών και των θνητών ανθρώπων. Στην λατρεία της ήσαν αφιερωμένα και τα αρχέγονα χρηστήρια, με πρώτο εκείνο των Δελφών, θεωρώντας την ικανή να μαντεύει μέσα από τα σπλάχνα της. Ανάμεσα στα θεϊκά παιδιά της συγκαταλέγεται και η Δήμητρα.
Η Ελληνική θρησκεία ήταν συνυφασμένη με την Κοινότητα και τα στοιχεία που την αποτελούσαν, πολιτεία, φυλή και οικογένεια. Κυριαρχούσε η αρχή "Όμαιμον, Ομόγλωσσον, Ομόθρησκον, Ομότροπον" και η Κοινότητα συνιστούσε ένωση αίματος και πολιτισμού, ανθρώπων δηλαδή που τους ένωναν οι κοινέ βιολογικές καταβολές και οι ίδιες πολιτισμικές συνήθειες και ήθη. Το θρησκευτικό κέντρο της Πολιτείας ήταν η Εστία, στην αίθουσα του Πρυτανείου, από την οποία εκείνοι που μετέβαιναν να εγκαθιδρύσουν αποικίες μακριά, έπαιρναν τη φλόγα για την Εστία της δικής τους πόλεως, εκόμιζαν δηλαδή προς καθαγιασμόν του νέου τόπου το λεγόμενο εστιακό πυρ...
Το ιερό ή ο ναός ιδρυόταν σ΄ένα σημείο που εθεωρείτο ιερό και η θεότητα λάμβανε την ανάλογη ονομασία. Η κάθε φυλή, η κάθε πολιτεία, ο κάθε τόπος, ακόμα και η κάθε οικογένεια είχε τον δικό της θεό ή τους θεούς που θεωρούσαν αρωγούς (αντίστοιχα με τους "πολιούχους" της χριστιανικής θρησκείας), φρονώντας ότι πραγματικά ο θεός είχε εγκατασταθεί στο ιερό μέρος που ήταν αφιερωμένο στο όνομά του και του προσέδιδε ιδιαίτερη ενέργεια δια της παρουσίας του. Ιδιαίτερη ανάπτυξη είχε προσλάβει επίσης η Ηρωολατρεία, η απότιση δηλαδή τιμών και προσφορών στους ήρωες μίας πόλεως, που εθεωρούντο επίσης προστάτες της σε κρίσιμες στιγμές, προς τιμήν των οποίων είχαν κατασκευάσει βωμούς ή ακόμη και ναούς, όπου επιδίδονταν σε εναγισμούς και τελετουργικές επικλήσεις.
Δεν θα πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας το γεγονός ότι οι μάντεις συνόδευαν πάντοτε τα στρατεύματα των Ελλήνων στις μάχες ή στις διάφορες εκστρατείες, ενώ συμβουλεύονταν οπωσδήποτε το Μαντείο των Δελφών πριν ξεκινήσουν κάτι σημαντικό. Η αρχαία ελληνική ιστορία βρίθει από παραδείγματα τέτοιας θρησκευτικότητας. Χαρακτηριστικό και αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι οι Σπαρτιάτες ανέβαλλαν την άφιξή τους στον Μαραθώνα λόγω της εορτής των Καρνείων, αναλόγως δε έπραξαν και στην περίπτωση των Θερμοπυλών, με αποτέλεσμα ο Λεωνίδας να μεταβεί να κρατήσει τον έλεγχο των στενών αποκλειστικά με την βασιλική σωματοφυλακή του, τους Επίλεκτους 300, ενώ η μάχη στις Πλαταιές καθυστέρησε επί αρκετές ημέρες και από τις δύο πλευρές, των Ελλήνων και των Περσών, εξαιτίας ενός χρησμού του Μαντείου.
Να τονίσουμε επίσης, ότι υφίστατο η αντίληψη της Ενότητος του Κόσμου, δεν υπήρχε διάσταση μεταξύ "κτιστού" και "άκτιστου" κόσμου όπως ισχύει στον ιουδαιοχριστιανισμό και στις ύστερες κοσμοπολιτικές θρησκείες. Η φύση ολόκληρη είναι έμψυχη και ιερή και οι Θεοί εκδηλώνονται εντός της Φύσεως. Μέσα στα άλση και στους ενεργειακά φορτισμένους χώρους, συντελείται η Επιφάνεια του θείου... Το γεγονός αυτό, σε συνάρτηση με το ότι η αρχαία Θρησκεία πρέσβευε την διαρκώς ανελισσόμενη πορεία του Ανθρώπου, καταδεικνύει τον πνευματόδοξο και φυσιολατρικό χαρακτήρα της.
Με εξαίρεση στα Ασκληπιεία, στα χρηστήρια και στα Τελεστήρια των Μυστηρίων, στους απλούς ναούς, το ιερατείο δεν ήταν ούτε μόνιμο, ούτε επαγγελματικό. Το αξίωμα και λειτούργημα του ιερέως το ασκούσαν εκ περιτροπής, χρηστοήθεις πολίτες/οπλίτες, για ένα ορισμένο διάστημα... Παράλληλα με την ανυπαρξία επαγγελματικού ιερατείου και φαινομένων ως η εμπορευματοποίηση των λατρευτικών τελετών, φαινόμενα τα οποία ωστόσο ενέσκυψαν κατά την ύστερη αρχαιότητα και δεν απεφεύχθησαν, οδηγώντας τελικά στον εκφυλισμό της θρησκείας, συναρτήσει της ελεύσεως στοιχείων δεισιδαιμονικών από την Ανατολή, δεν υφίστατο επίσης δόγμα. Η απόδοση λατρευτικών προσφορών προς τους Θεούς και η επίκληση αυτών, ήταν ελεύθερη και καθείς ηδύνατο να λατρεύει τους θεούς της καρδιάς του και της κατανοήσεώς του/συνειδήσεώς του.
Αυτά όσον αφορά το πάνδημο κομμάτι της θρησκείας. Γιατί όσον αφορά το μυστηριακό, που απευθυνόταν σε ανθρώπους υψηλοτέρας μορφώσεως, ήθους και παιδείας εν γένει, χρηστοήθεις και δοκιμασμένους, εδιδάσκετο η αρχή πώς οι Θεοί δεν είναι παρά εκφάνσεις της ενεργειακής δυνάμεως που διατρέχει τη γη και το σύμπαν, ονοματίζοντας τις διάφορες εκφάνσεις του εκδηλωνόμενου φυσικού νόμου...
Στην Αθήνα, αλλά όχι μόνον, ο Άρχων-Βασιλιάς, προϊστατο των θρησκευτικών τελετών. Ακόμα και οι μεγάλοι πανελλήνιοι αθλητικοί αγώνες, που αποτελούσαν αναπόσπαστη πτυχή τελετουργικών δρωμένων που διεξάγονταν προς τιμήν των θεών στους χώρους γύρω από τα ιερά τους, είχαν απόλυτη θρησκευτική σημασία και αλληγορούσαν ή συμβόλιζαν μάχες και πράξεις θεών. Τέτοιοι ήταν οι αγώνες στην Ολυμπία κάθε τέσσερα χρόνια χάριν του Ολυμπίου Διός, στα Νέμεα κάθε δύο χρόνια χάριν του Δία πάλι, και ήταν συνδεδεμένοι με ταφικούς αγώνες όπου οι ελλανοδίκες φορούσαν πένθιμο ένδυμα, στα Πύθεια χάριν του Απόλλωνα, κάθε οκτώ στη αρχή και έπειτα κάθε τέσσερα χρόνια, και στα Ίσθμια κάθε δύο χρόνια χάριν του Ποσειδώνα.
Το ιερό ή ο ναός ιδρυόταν σ΄ένα σημείο που εθεωρείτο ιερό και η θεότητα λάμβανε την ανάλογη ονομασία. Η κάθε φυλή, η κάθε πολιτεία, ο κάθε τόπος, ακόμα και η κάθε οικογένεια είχε τον δικό της θεό ή τους θεούς που θεωρούσαν αρωγούς (αντίστοιχα με τους "πολιούχους" της χριστιανικής θρησκείας), φρονώντας ότι πραγματικά ο θεός είχε εγκατασταθεί στο ιερό μέρος που ήταν αφιερωμένο στο όνομά του και του προσέδιδε ιδιαίτερη ενέργεια δια της παρουσίας του. Ιδιαίτερη ανάπτυξη είχε προσλάβει επίσης η Ηρωολατρεία, η απότιση δηλαδή τιμών και προσφορών στους ήρωες μίας πόλεως, που εθεωρούντο επίσης προστάτες της σε κρίσιμες στιγμές, προς τιμήν των οποίων είχαν κατασκευάσει βωμούς ή ακόμη και ναούς, όπου επιδίδονταν σε εναγισμούς και τελετουργικές επικλήσεις.
Δεν θα πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας το γεγονός ότι οι μάντεις συνόδευαν πάντοτε τα στρατεύματα των Ελλήνων στις μάχες ή στις διάφορες εκστρατείες, ενώ συμβουλεύονταν οπωσδήποτε το Μαντείο των Δελφών πριν ξεκινήσουν κάτι σημαντικό. Η αρχαία ελληνική ιστορία βρίθει από παραδείγματα τέτοιας θρησκευτικότητας. Χαρακτηριστικό και αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι οι Σπαρτιάτες ανέβαλλαν την άφιξή τους στον Μαραθώνα λόγω της εορτής των Καρνείων, αναλόγως δε έπραξαν και στην περίπτωση των Θερμοπυλών, με αποτέλεσμα ο Λεωνίδας να μεταβεί να κρατήσει τον έλεγχο των στενών αποκλειστικά με την βασιλική σωματοφυλακή του, τους Επίλεκτους 300, ενώ η μάχη στις Πλαταιές καθυστέρησε επί αρκετές ημέρες και από τις δύο πλευρές, των Ελλήνων και των Περσών, εξαιτίας ενός χρησμού του Μαντείου.
Να τονίσουμε επίσης, ότι υφίστατο η αντίληψη της Ενότητος του Κόσμου, δεν υπήρχε διάσταση μεταξύ "κτιστού" και "άκτιστου" κόσμου όπως ισχύει στον ιουδαιοχριστιανισμό και στις ύστερες κοσμοπολιτικές θρησκείες. Η φύση ολόκληρη είναι έμψυχη και ιερή και οι Θεοί εκδηλώνονται εντός της Φύσεως. Μέσα στα άλση και στους ενεργειακά φορτισμένους χώρους, συντελείται η Επιφάνεια του θείου... Το γεγονός αυτό, σε συνάρτηση με το ότι η αρχαία Θρησκεία πρέσβευε την διαρκώς ανελισσόμενη πορεία του Ανθρώπου, καταδεικνύει τον πνευματόδοξο και φυσιολατρικό χαρακτήρα της.
Με εξαίρεση στα Ασκληπιεία, στα χρηστήρια και στα Τελεστήρια των Μυστηρίων, στους απλούς ναούς, το ιερατείο δεν ήταν ούτε μόνιμο, ούτε επαγγελματικό. Το αξίωμα και λειτούργημα του ιερέως το ασκούσαν εκ περιτροπής, χρηστοήθεις πολίτες/οπλίτες, για ένα ορισμένο διάστημα... Παράλληλα με την ανυπαρξία επαγγελματικού ιερατείου και φαινομένων ως η εμπορευματοποίηση των λατρευτικών τελετών, φαινόμενα τα οποία ωστόσο ενέσκυψαν κατά την ύστερη αρχαιότητα και δεν απεφεύχθησαν, οδηγώντας τελικά στον εκφυλισμό της θρησκείας, συναρτήσει της ελεύσεως στοιχείων δεισιδαιμονικών από την Ανατολή, δεν υφίστατο επίσης δόγμα. Η απόδοση λατρευτικών προσφορών προς τους Θεούς και η επίκληση αυτών, ήταν ελεύθερη και καθείς ηδύνατο να λατρεύει τους θεούς της καρδιάς του και της κατανοήσεώς του/συνειδήσεώς του.
Αυτά όσον αφορά το πάνδημο κομμάτι της θρησκείας. Γιατί όσον αφορά το μυστηριακό, που απευθυνόταν σε ανθρώπους υψηλοτέρας μορφώσεως, ήθους και παιδείας εν γένει, χρηστοήθεις και δοκιμασμένους, εδιδάσκετο η αρχή πώς οι Θεοί δεν είναι παρά εκφάνσεις της ενεργειακής δυνάμεως που διατρέχει τη γη και το σύμπαν, ονοματίζοντας τις διάφορες εκφάνσεις του εκδηλωνόμενου φυσικού νόμου...
Στην Αθήνα, αλλά όχι μόνον, ο Άρχων-Βασιλιάς, προϊστατο των θρησκευτικών τελετών. Ακόμα και οι μεγάλοι πανελλήνιοι αθλητικοί αγώνες, που αποτελούσαν αναπόσπαστη πτυχή τελετουργικών δρωμένων που διεξάγονταν προς τιμήν των θεών στους χώρους γύρω από τα ιερά τους, είχαν απόλυτη θρησκευτική σημασία και αλληγορούσαν ή συμβόλιζαν μάχες και πράξεις θεών. Τέτοιοι ήταν οι αγώνες στην Ολυμπία κάθε τέσσερα χρόνια χάριν του Ολυμπίου Διός, στα Νέμεα κάθε δύο χρόνια χάριν του Δία πάλι, και ήταν συνδεδεμένοι με ταφικούς αγώνες όπου οι ελλανοδίκες φορούσαν πένθιμο ένδυμα, στα Πύθεια χάριν του Απόλλωνα, κάθε οκτώ στη αρχή και έπειτα κάθε τέσσερα χρόνια, και στα Ίσθμια κάθε δύο χρόνια χάριν του Ποσειδώνα.
Αντιστοίχως διοργανώνονταν καλλιτεχνικοί αγώνες, μουσικοί και θεατρικοί, τα έπαθλα των οποίων αφιερώνονταν στους θεούς. Υπολογίζοντας κάποιος και τις γιορτές που λάμβαναν χώρα κατά τη διάρκεια του έτους, δύναται να αποκτήσει μια επαρκή εικόνα της έντονης θρησκευτικής δραστηριότητας των αρχαίων Ελλήνων. Ελευσίνια, Παναθήναια, Ανθεστήρια, Θαργήλια, Σκιροφόρια, Πυανέψια, Θεσμοφόρια, κ.α.
Οι ναοί συνιστούσαν άσυλο για τους καταδιωκόμενους και τους ικέτες, ενώ συχνή ήταν ακόμα η αναφορά στους θεούς και η επίκλησή τους ως εγγυητές των όρκων στην καθημερινή ζωή, με εκφράσεις όπως «Μα τον Δία». Οι Έλληνες λάτρευαν τους Θεούς τους ορθοί και ευθυτενείς, αναπέμποντας ύμνους και ευχές με θυμιάματα και προσφορές. Το δουλοπρεπές προσκύνημα δεν άρμοζε στα ελληνικά ήθη, ήταν βαρβαρική συνήθεια. Επίσης, στο ιερό του Απόλλωνος στους Δελφούς, στην είσοδο, είχαν κατασκευασθεί και κοσμούσαν την είσοδο, εκατέρωθεν αυτής, τα αγάλματα του Διός και του Ομήρου τα οποία ήσαν ισομεγέθη, υποδηλώνοντας την αρμονική και ισότιμη σχέση μεταξύ ανθρώπων και Θεών, αλλά και την πεποίθηση ότι δια της αναλόγου ανελίξεως, ο θνητός μπορεί να οδηγηθεί στην θέωση. Να ανέλθει, καθιστάμενος σταδιακά Ήρως, Δαίμων (αγαθοποιός πνευματική οντότητα), Ημίθεος, Θεός, ανερχόμενος περαιτέρω στους Ανωτέρους Κόσμους... Επί πολλούς αιώνες ίσχυαν θυσίες ζώων και προσφορές στους θεούς, όμως αργότερα, ο πεφωτισμένος αυτοκράτωρ Ιουλιανός και ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, αλλά και ο θεουργός Απολλώνειος ο Τυανεύς, κατήργησαν τις θυσίες ένζωων και έμψυχων υπάρψεων και τις αντικατέστησαν με προσφορά καρπών από τα δένδρα και τη γη...
Οι ναοί συνιστούσαν άσυλο για τους καταδιωκόμενους και τους ικέτες, ενώ συχνή ήταν ακόμα η αναφορά στους θεούς και η επίκλησή τους ως εγγυητές των όρκων στην καθημερινή ζωή, με εκφράσεις όπως «Μα τον Δία». Οι Έλληνες λάτρευαν τους Θεούς τους ορθοί και ευθυτενείς, αναπέμποντας ύμνους και ευχές με θυμιάματα και προσφορές. Το δουλοπρεπές προσκύνημα δεν άρμοζε στα ελληνικά ήθη, ήταν βαρβαρική συνήθεια. Επίσης, στο ιερό του Απόλλωνος στους Δελφούς, στην είσοδο, είχαν κατασκευασθεί και κοσμούσαν την είσοδο, εκατέρωθεν αυτής, τα αγάλματα του Διός και του Ομήρου τα οποία ήσαν ισομεγέθη, υποδηλώνοντας την αρμονική και ισότιμη σχέση μεταξύ ανθρώπων και Θεών, αλλά και την πεποίθηση ότι δια της αναλόγου ανελίξεως, ο θνητός μπορεί να οδηγηθεί στην θέωση. Να ανέλθει, καθιστάμενος σταδιακά Ήρως, Δαίμων (αγαθοποιός πνευματική οντότητα), Ημίθεος, Θεός, ανερχόμενος περαιτέρω στους Ανωτέρους Κόσμους... Επί πολλούς αιώνες ίσχυαν θυσίες ζώων και προσφορές στους θεούς, όμως αργότερα, ο πεφωτισμένος αυτοκράτωρ Ιουλιανός και ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, αλλά και ο θεουργός Απολλώνειος ο Τυανεύς, κατήργησαν τις θυσίες ένζωων και έμψυχων υπάρψεων και τις αντικατέστησαν με προσφορά καρπών από τα δένδρα και τη γη...
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΤΗΛ. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ: 6909-75.33.72