ΨΥΧΙΚΟ ΕΓΡΗΓΟΡΟΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟΝ...
Είναι γνωστό ότι κατά την αρχαιότητα πολλές λέξεις και όροι, είχαν διαφορετική εννοιολογική σημασία από αυτήν που γενικευτικά τους αποδίδεται σήμερα. Στο πλαίσιο αυτό, εντάσσεται και ο όρος "Δαίμων" και "δαιμόνιον" ο οποίος σήμαινε την αγαθοποιό πνευματική οντότητα. Σύμφωνα με την εξελικτική πορεία των Ελλήνων, αφού ο άνθρωπος τελειοποιηθεί, σταδιακά καθίσταται Ήρως, Δαίμων, Ηθίθεος, Θεός και ανέρχεται περαιτέρω στους Ανωτέρους Κόσμους.
Συνεπώς, ο όρος "δαίμων" ενείχε το στοιχείο της ευσεβείας, υποδήλωνε μία υψηλής στάθμης πνευματική οντότητα. Σε καμία περίπτωση δεν προσελάμβανε την αρνητική σημασία που της προσέδωσε ο Χριστιανισμός. Αρχικά στην επική ποίηση δαίμονες καλούνταν οι θεοί. Ο όρος προέρχεται από το ρήμα «δαίω» και «δαίομαι» που σημαίνει μοιράζω (μοιράζω στον καθένα την τύχη του). Επομένως δαίμων είναι «αυτός που ορίζει τη μοίρα ενός ανθρώπου».
Η έννοια του δαίμονος, από μία άποψη, ήταν παρεμφερής προς αυτή της Ειμαρμένης αλλά και του εγρηγορότος. Στον όρο “δαίμων” όμως οι αρχαίοι μας πρόγονοι και μυσταγωγοί, απέδιδαν κυρίως την έννοια του φύλακα αγγέλου. Από τη ρίζα αυτή προέρχεται και ο όρος "Ευδαιμονία", συνώνυμος της ευτυχίας και της γαλήνης, κατάσταση ψυχική και πνευματική/υλική/βιοτική, στην οποία περιερχόταν ο κοινός θνητός εφ΄ όσον είχε εξασφαλίσει την εύνοια του Αγαθοδαίμονος. Οι Δαίμονες απαντώνται σε πλήθος συγγραμμάτων, όπως του Ομήρου, του Ησιόδου, του Πλάτωνα, του Πλούταρχου, του Ηρόδοτου κ.α. Αναφέρονται κυρίως σε χαμηλότερες ιεραρχικά από τους θεούς πνευματικές οντότητες, οι οποίες επενεργούν στα ουράνια δώματα μεταξύ Θεών και Ανθρώπων. Επικουρώντας τους Θεούς, διαβιβάζουν τη βούληση και τις αποφάσεις τους διαμέσω της χρησμικής διαδικασίας και παρακολουθούν την διαδρομή των θνητών έως ότου να ελευθερωθεί η ψυχή τους από τα δεσμά του ανθρώπινου σώματος.
Ο Ησίοδος αναφέρεται διεξοδικά στην αγαθή διάσταση της υπάρξεώς τους, διότι μας αναφέρει ότι σαν δαίμονες δρουν οι ψυχές του “χρυσού γένους” που θεοποιήθηκαν και με προσταγή του Δία προστάτευαν τους ανθρώπους. Μετά τον Ησίοδο, οι φιλόσοφοι, όπως ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας κ.α, έγραψαν ότι οι δαίμονες είναι οι “επόμενοι των θεών”, ή ότι είναι “παίδες αυτών αλλά όχι θεοί”. Χαρακτηριστική είναι η ιδιάζουσα σχέση του Σωκράτη με τον περίφημο "δαιμόνιό" του το οποίο τον προτρέπει ή τον αποτρέπει από την διάπραξη συγκεκριμένων ενεργειών, δρώντας ως ο ακοίμητος φρουρός και θεματοφύλακας άγρυπνος των αρχών της συνειδήσεώς του. Ο ρόλος του δαιμονίου στην περίπτωση του Σωκράτη καθίστανται αντιληπτός μέσα από την ομώνυμη απολογία του λίγο πριν πιει το κώνειο, ενώπιον του δικαστηρίου των Αθηναίων, (Πλάτωνας, “Απολογία Σωκράτη”, 31c- d), θεωρώντας το δαιμόνιο ως την εσώτερη φωνή των συνειδησιακών του υπαγορεύσεων.
Η επίδραση του δαιμονίου στον Σωκράτη άρχισε από τα παιδικά του χρόνια. Ο μυσταγωγός Πλούταρχος και αρχιερέας των Δελφών, επ΄ αυτού αναφέρει: « …όπως προφήτεψε ο χρησμός που δόθηκε στον πατέρα του, όταν ο Σωκράτης ήταν ακόμη παιδί. Γιατί ο χρησμός προέτρεπε τον πατέρα του να τον αφήνει να κάνει ό,τι τυχόν του έρχεται στο νου, να μην τον καταπιέζει ούτε και να τον οδηγεί σε άλλη κατεύθυνση, αλλά να αφήνει ελεύθερη την ορμή του παιδιού και να προσεύχεται για χάρη του στον Αγοραίο Δία και τις Μούσες. Κατά τα άλλα, να μην πολυασχολείται με το Σωκράτη, γιατί αυτός διαθέτει εντός του οδηγό της ζωής ανώτερο από αμέτρητους δασκάλους και παιδαγωγούς». (Πλούταρχος, “Περί του Σωκράτους Δαιμονίου”, 589E-F).
«Αυτός, φίλοι μου, είναι και ο τρόπος που ενεργεί το δαιμόνιο. Όσο, δηλαδή, είμαστε βυθισμένοι στα εγκόσμια και αλλάζουμε πολλά σώματα σαν οχήματα, μας αφήνει να αγωνιζόμαστε μόνοι μας και να επιμένουμε, προσπαθώντας να σωθούμε με τη βοήθεια της δικής μας αρετής και να πιάσουμε λιμάνι. Την ψυχή, όμως, που έχοντας καλά και πρόθυμα κοπιάσει σε αγώνες μακράς διάρκειας μέσα από αναρίθμητες γεννήσεις και, ενώ ο κύκλος της πλησιάζει στο τέλος του, αψηφώντας τον κίνδυνο και δείχνοντας φιλοτιμία για την έκβαση του αγώνα της, ανεβαίνει προς τις ανώτερες υπάρξεις με πολύ ιδρώτα, αυτήν την ψυχή ο θεός δε θεωρεί απρεπές να τη βοηθήσει ο οικείος της δαίμονας, αλλά αφήνει όποιον δείχνει προθυμία να βοηθήσει. Και ο δαίμονας προθυμοποιείται να διασώσει και άλλη ψυχή με τις προτροπές του. Κι εκείνη, επειδή είναι κοντά, τον ακούει και σώζεται. Αν, όμως, δεν υπακούσει, την εγκαταλείπει ο δαίμονας και δεν έχει ευτυχισμένο τέλος». (Πλούταρχος, “Περί του Σωκράτους Δαιμονίου”, 593F- 594A).
Ο Πλάτων στον “Θεαίτητο”, παρουσιάζει τον Σωκράτη να αναλύει την “μαιευτική” του τέχνη και να εξηγεί την επίδραση του δαιμονίου του: «Η μαίευση βέβαια οφείλεται στον θεό και σε μένα. Αποδεικνύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο∙ πολλοί ως τώρα που αγνόησαν τούτο και απέδωσαν την αιτία στους εαυτούς των, περιφρονώντας με είτε από μόνοι τους είτε επειδή πείστηκαν από άλλους, έφυγαν από κοντά μου νωρίτερα απ’ ό,τι έπρεπε∙ αφού απομακρύνθηκαν άμβλωσαν τα υπόλοιπα τέκνα τους λόγω φαύλων συναναστροφών, ενώ όσα τους είχα εκμαιεύσει εγώ τ’ ανέθρεψαν άσχημα και τα έχασαν. Υπολόγισαν τα ψέματα και τα φαντάσματα περισσότερο από τα αληθινά, και τελικά φάνηκαν και στους ίδιους και στους άλλους αμαθείς. Ένας από αυτούς ήταν ο Αριστείδης του Λυσιμάχου και πάρα πολλοί άλλοι. Από τούτους, όταν ξαναγυρίζουν και ζητούν τη συναναστροφή μου και κάνουν γι’ αυτό αξιοθαύμαστες πράξεις, από τη συναναστροφή το δαιμόνιό μου με αποτρέπει να συναναστρέφομαι μερικούς, και οι τελευταίοι ανακτούν την επίδοσή τους. Όσοι με συναναστρέφονται παθαίνουν και τούτο το ίδιο με τις γυναίκες που γεννούν∙ νιώθουν ωδίνες και είναι γεμάτοι απορίες νυχθημερόν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι εκείνες. Τις ωδύνες αυτές, όμως, η δική μου τέχνη μπορεί να παροξύνει και να καταπραΰνει. Τούτοι λοιπόν έτσι φέρονται. Για μερικούς, Θεαίτητε, που θα μου δώσουν την εντύπωση πως δεν κυοφορούν, καταλαβαίνω πως δεν μ’ έχουν ανάγκη και τους προξενεύω με πολύ ευνοϊκή διάθεση και, συν θεώ, διαπιστώνω πολύ σωστά τίνων η συναναστροφή θα τους ωφελούσε». (Πλάτων, “Θεαίτητος”, 150e- 151b).
Σε κάθε ενσάρκωση η ψυχή δεν διαθέτει τον ίδιο δαίμονα, αλλά αλλάζει από γέννηση σε γέννηση, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος: « Γιατί το σώμα του Λύση κηδεύτηκε από τους φίλους του με όσιο τρόπο, ενώ η ψυχή του, έχοντας ήδη κριθεί, αφέθηκε να γεννηθεί και πάλι και της έλαχε να συνδεθεί με κάποιον άλλο δαίμονα. Όταν μάλιστα συνάντησα το πρωί τον Επαμεινώνδα και άκουσα τον τρόπο με τον οποίο έθαψε το Λύση, κατάλαβα ότι αυτός είχε εκπαιδευτεί καλώς από εκείνον τον άνδρα μέχρι και τα απόρρητα δόγματα και ότι είχε ως οδηγό στη ζωή του τον ίδιο δαίμονα- αν και δεν είμαι ανίκανος στο να εξάγω συμπεράσματα για τον κυβερνήτη από τον πλου. Γιατί πολλές είναι οι ατραποί της ζωής, λίγες όμως εκείνες στις οποίες οδηγούν τους ανθρώπους οι δαίμονες.» (Πλούταρχος, “Περί του Σωκράτους Δαιμονίου”, 585F- 586A).
Η ειδοποιός διαφορά του ψυχικού εγρηγορότος από το αρχαιοελληνικό δαιμόνιο, είναι και μόνον ότι το εγρηγορός αναφέρεται στην συλλογική ψυχή, στην ψυχική άλυσο που δομείται ως ενεργειακός δεσμός μεταξύ των μελών μίας αδελφότητος ή ενός πνευματικού ή μυστηριακού οργανισμού, ενώ το Δαιμόνιον το αρχαιοελληνικό προσλαμβάνει εξατομίκευση. Κατά τα λοιπά, επιτελούν ουσιαστικά την ίδια λειτουργία...
Η ειδοποιός διαφορά του ψυχικού εγρηγορότος από το αρχαιοελληνικό δαιμόνιο, είναι και μόνον ότι το εγρηγορός αναφέρεται στην συλλογική ψυχή, στην ψυχική άλυσο που δομείται ως ενεργειακός δεσμός μεταξύ των μελών μίας αδελφότητος ή ενός πνευματικού ή μυστηριακού οργανισμού, ενώ το Δαιμόνιον το αρχαιοελληνικό προσλαμβάνει εξατομίκευση. Κατά τα λοιπά, επιτελούν ουσιαστικά την ίδια λειτουργία...
Αμφότερα, αποτελούν ένα "βοήθημα" των θεϊκών δυνάμεων προς τον άνθρωπο, προκειμένου να οδηγηθεί στην επιλογή του δρόμου της χρηστότητος, δίχως όμως πειθαναγκασμό, δίχως την διάθεση της επιβολής, χωρίς να παρεμβαίνουν και να παραβιάζουν το αυτεξούσιο των επιλογών του. Απλώς υποδεικνύουν ως η φωνή της εσωτερικής συνειδήσεως και εφ΄εξής ο θνητός αποφασίζει ποιά επιλογή θα ακολουθήσει με δική του ευθύνη για ό,τι καλό ή ό,τι κακό θα επακολουθήσει...
Ν. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ