Ο ΕΒΔΟΜΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ, ΟΡΟΣΗΜΟ ΤΗΣ ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΙΚΗΣ ΚΟΡΥΦΩΣΕΩΣ....
Λογοτέχνες με μυστικιστικές ενατενίσεις, όπως ο Κωστής Παλαμάς, μυημένος σε μυστηριακή κίνηση υπό τον ΄Αγγελο Σικελιανό, κάνουν μνεία στην ελληνική μυστηριακή παράδοση στον "έβδομο ουρανό".
Πρόκειται για μία διατύπωση η οποία αφορά την μυστικιστική κορύφωση, την ανέλιξη στο ζενίθ της Δημιουργίας και των Ανωτέρων Κόσμων, περιγράφοντας μία κατάσταση ιδεατής τελειότητας και μοναδικής πληρότητας...
Η Ελληνική Μυσταγωγική Παράδοση ως "έβδομο ουρανό" εννοεί τα Ηλύσια Πεδία, τα πεδία των Μακάρων Θεών, Ηρώων και Ημιθέων, το νοερό εκείνο υψίπεδο στο οποίο οι ειλικρινείς αναζητητές που έχουν περατώσει τον κύκλο τους και έχουν ανελιχθεί δεόντως, αντικρύζουν το φως το αληθινό...
Είναι η κατάληξη της υπερβατικής ατραπού για την ανάταση στις κορυφές του Μυητικού Ολύμπου, εκεί όπου επέρχεται η μέθεξη με το θείον... Η μετουσίωση της ατομικότητας στο φάσμα της ενότητας, με γνώμονα την αρχαιοελληνική αρχή "Εν το Παν"...
Είναι η κατάληξη της υπερβατικής ατραπού για την ανάταση στις κορυφές του Μυητικού Ολύμπου, εκεί όπου επέρχεται η μέθεξη με το θείον... Η μετουσίωση της ατομικότητας στο φάσμα της ενότητας, με γνώμονα την αρχαιοελληνική αρχή "Εν το Παν"...
Εξ άλλου ο αριθμός επτά, κατέχει ιερή διάσταση στην ελληνική μυστηριακή παράδοση, όντας συνυφασμένος με ο,τιδήποτε το "σεβαστό", εξ ου και επτά, σεπτά, σεπτός, επτάδα...
Κατωτέρω παραθέτουμε σχετικό ποίημα του Κ. Παλαμά, στο οποίο γίνεται μνεία στον Έβδομο Ουρανό...
Κατωτέρω παραθέτουμε σχετικό ποίημα του Κ. Παλαμά, στο οποίο γίνεται μνεία στον Έβδομο Ουρανό...
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΣΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, χαρίσματα θεϊκά,
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.
Δὲν τὰ φωτίζει ὁ ἥλιος ποῦ λάμπει γιὰ τὴ γῆ
Καὶ πέρνουν φῶς ἀπ' ἄλλη πιο καθαρὴ πηγή.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, ποῦ πάθη ταπεινὰ
Δὲν ἔχουν τόπο, νοιώθω δυὸ μάτια φωτεινά.
Καὶ βλέπω τὰ κρυμμένα, τ' ἀθώρητα θωρῶ,
Τὸν ἄνθρωπο, τὴν πλάσι, τ' ἀστέρια, τὸν καιρό.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου κ' ἐκεῖ ποῦ δὲ μπορεῖς
Ποτέ σου νἄμπῃς − νοιώθω δυὸ μάτια ὁλημερίς.
Χεροπιαστὰ ξανοίγω τὰ πλάσματα τοῦ νοῦ
Κ' ἐπάνω μου σκυμμένους ἀγγέλους τ' οὐρανοῦ.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τὰ μαῦρα − μὴ σκιαχτῇς!
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια ὁλυνυχτίς.
Καὶ χώρα ξαντικρύζω μ' ἀσύγκριτη ὠμορφιά,
Μακρυὰ ἀπ' τὴν τρικυμία κι ἀπὸ τὴ συγνεφιά.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τὰ πλέον μυστικὰ
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια ἁρμονικά.
Κι ὅλο μ' ἐκεῖνα βλέπω μιὰ λύρα μαγική…
Ὠϊμέ! τὰ δάχτυλά μου δὲ φτάνουν ὡς ἐκεῖ.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, ποῦ πάθη ταπεινὰ
Δὲν ἔχουν τόπο, βρίσκω δυὸ μάτια φωτεινά.
Καὶ βλέπω ἀγάλια ἀγάλια μπροστά μου νὰ περᾷ
Ὁ κόσμος τῶν ὀνείρων μὲ τὰ χρυσὰ φτερά.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου δυὸ μάτια μυστικὰ
Τὰ νοιώθω ὁλανοιγμένα, χαρίσματα θεϊκά.
Διαβάζω 'ς τὸ βιβλίο τῆς φύσεως τὸ τρανὸ
Κάθε σβυστὸ ψηφίο καὶ νόημα σκοτεινό
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, 'ς τὰ βάθη τὰ ἱερά,
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια λαμπερά.
Τὰ περασμένα ἐμπρός μου διαβαίνουνε ξανά,
Καὶ δέχοντ' ἄλλο σχῆμα καὶ φῶς τὰ τωρινά.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τ' ἀμόλυντα γλυκὰ
Γλυκὰ ἀνοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.
Καὶ δείχνεται τὸ μέλλον ἀκόμα τὸ κρυφτὸ
Στὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου 'σὰν ἀστραπὴ κι αὐτό.
Ἐκεῖ ποῦ ἡ σκύλα ἡ Ἔγνοια δὲν πάει, δὲν ἀλυχτᾷ,
Μέσ' 'ςτὴν ψύχή μου κρύβω δυὸ μάτια ὁλανοιχτά.
Μιὰ μέρα τ' ἄλλα μάτια, ποῦ εἶνε ἀπὸ γῆ πλαστά,
Θὰ λυώσουν μέσ' 'ς τὸ μνῆμα μὲ τὸ κορμὶ κλειστά.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου ποῦ πάθη κοσμικὰ
Δὲν ἔχουν τόπο, νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.
Αὐτὰ δὲ θὰ κλεισθοῦνε ποτέ, δὲ θὰ χαθοῦν,
Ἐλεύθερα μιὰ μέρα γοργὰ θὰ φτερωθοῦν.
Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, τὰ μάτια τὰ θεϊκά,
Ποῦ μέσα μου ἀνοιγμένα τὰ νοιώθω μυστικά,
Ψηλότερ' ἀπ' τ' ἀστέρια, 'ς τὸν ἕβδομο οὐρανό,
Θὲ ν' ἀνταμώσουν πάλι τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό!
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, χαρίσματα θεϊκά,
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.
Δὲν τὰ φωτίζει ὁ ἥλιος ποῦ λάμπει γιὰ τὴ γῆ
Καὶ πέρνουν φῶς ἀπ' ἄλλη πιο καθαρὴ πηγή.
Καὶ πέρνουν φῶς ἀπ' ἄλλη πιο καθαρὴ πηγή.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, ποῦ πάθη ταπεινὰ
Δὲν ἔχουν τόπο, νοιώθω δυὸ μάτια φωτεινά.
Δὲν ἔχουν τόπο, νοιώθω δυὸ μάτια φωτεινά.
Καὶ βλέπω τὰ κρυμμένα, τ' ἀθώρητα θωρῶ,
Τὸν ἄνθρωπο, τὴν πλάσι, τ' ἀστέρια, τὸν καιρό.
Τὸν ἄνθρωπο, τὴν πλάσι, τ' ἀστέρια, τὸν καιρό.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου κ' ἐκεῖ ποῦ δὲ μπορεῖς
Ποτέ σου νἄμπῃς − νοιώθω δυὸ μάτια ὁλημερίς.
Ποτέ σου νἄμπῃς − νοιώθω δυὸ μάτια ὁλημερίς.
Χεροπιαστὰ ξανοίγω τὰ πλάσματα τοῦ νοῦ
Κ' ἐπάνω μου σκυμμένους ἀγγέλους τ' οὐρανοῦ.
Κ' ἐπάνω μου σκυμμένους ἀγγέλους τ' οὐρανοῦ.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τὰ μαῦρα − μὴ σκιαχτῇς!
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια ὁλυνυχτίς.
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια ὁλυνυχτίς.
Καὶ χώρα ξαντικρύζω μ' ἀσύγκριτη ὠμορφιά,
Μακρυὰ ἀπ' τὴν τρικυμία κι ἀπὸ τὴ συγνεφιά.
Μακρυὰ ἀπ' τὴν τρικυμία κι ἀπὸ τὴ συγνεφιά.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τὰ πλέον μυστικὰ
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια ἁρμονικά.
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια ἁρμονικά.
Κι ὅλο μ' ἐκεῖνα βλέπω μιὰ λύρα μαγική…
Ὠϊμέ! τὰ δάχτυλά μου δὲ φτάνουν ὡς ἐκεῖ.
Ὠϊμέ! τὰ δάχτυλά μου δὲ φτάνουν ὡς ἐκεῖ.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, ποῦ πάθη ταπεινὰ
Δὲν ἔχουν τόπο, βρίσκω δυὸ μάτια φωτεινά.
Δὲν ἔχουν τόπο, βρίσκω δυὸ μάτια φωτεινά.
Καὶ βλέπω ἀγάλια ἀγάλια μπροστά μου νὰ περᾷ
Ὁ κόσμος τῶν ὀνείρων μὲ τὰ χρυσὰ φτερά.
Ὁ κόσμος τῶν ὀνείρων μὲ τὰ χρυσὰ φτερά.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου δυὸ μάτια μυστικὰ
Τὰ νοιώθω ὁλανοιγμένα, χαρίσματα θεϊκά.
Τὰ νοιώθω ὁλανοιγμένα, χαρίσματα θεϊκά.
Διαβάζω 'ς τὸ βιβλίο τῆς φύσεως τὸ τρανὸ
Κάθε σβυστὸ ψηφίο καὶ νόημα σκοτεινό
Κάθε σβυστὸ ψηφίο καὶ νόημα σκοτεινό
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, 'ς τὰ βάθη τὰ ἱερά,
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια λαμπερά.
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια λαμπερά.
Τὰ περασμένα ἐμπρός μου διαβαίνουνε ξανά,
Καὶ δέχοντ' ἄλλο σχῆμα καὶ φῶς τὰ τωρινά.
Καὶ δέχοντ' ἄλλο σχῆμα καὶ φῶς τὰ τωρινά.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τ' ἀμόλυντα γλυκὰ
Γλυκὰ ἀνοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.
Γλυκὰ ἀνοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.
Καὶ δείχνεται τὸ μέλλον ἀκόμα τὸ κρυφτὸ
Στὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου 'σὰν ἀστραπὴ κι αὐτό.
Στὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου 'σὰν ἀστραπὴ κι αὐτό.
Ἐκεῖ ποῦ ἡ σκύλα ἡ Ἔγνοια δὲν πάει, δὲν ἀλυχτᾷ,
Μέσ' 'ςτὴν ψύχή μου κρύβω δυὸ μάτια ὁλανοιχτά.
Μέσ' 'ςτὴν ψύχή μου κρύβω δυὸ μάτια ὁλανοιχτά.
Μιὰ μέρα τ' ἄλλα μάτια, ποῦ εἶνε ἀπὸ γῆ πλαστά,
Θὰ λυώσουν μέσ' 'ς τὸ μνῆμα μὲ τὸ κορμὶ κλειστά.
Θὰ λυώσουν μέσ' 'ς τὸ μνῆμα μὲ τὸ κορμὶ κλειστά.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου ποῦ πάθη κοσμικὰ
Δὲν ἔχουν τόπο, νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.
Δὲν ἔχουν τόπο, νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.
Αὐτὰ δὲ θὰ κλεισθοῦνε ποτέ, δὲ θὰ χαθοῦν,
Ἐλεύθερα μιὰ μέρα γοργὰ θὰ φτερωθοῦν.
Ἐλεύθερα μιὰ μέρα γοργὰ θὰ φτερωθοῦν.
Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, τὰ μάτια τὰ θεϊκά,
Ποῦ μέσα μου ἀνοιγμένα τὰ νοιώθω μυστικά,
Ποῦ μέσα μου ἀνοιγμένα τὰ νοιώθω μυστικά,
Ψηλότερ' ἀπ' τ' ἀστέρια, 'ς τὸν ἕβδομο οὐρανό,
Θὲ ν' ἀνταμώσουν πάλι τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό!
Θὲ ν' ἀνταμώσουν πάλι τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό!
Σχόλια