ΤΕΚΤΟΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗ
Το πέρας του Α΄ παγκοσμίου πολέμου με τις πρωτόγνωρες διαστάσεις που προσέλαβε για την ανθρωπότητα ως πολεμική σύρραξη, αναδύθηκε ένα έντονο πολιτικό ενδιαφέρον, εκδηλωθέν σε επίπεδο κρατών, για τη συγκρότηση ευρύτερων υπερεθνικών οργανισμών. Σκοπός αυτής της κινήσεως ήταν η διαμόρφωση του κατάλληλου κλίματος αλλά και θεσμικού πλαισίου, το οποίο θα επέφερε ως αποτέλεσμα την σύγκλιση των εθνών, με άξονα τη συνεννόηση και την συνεργασία. Απώτερος σκοπός αυτής της προσπάθειας, ήταν ο εξοβελισμός και η αποτροπή μελλοντικών πολεμικών συρράξεων, επιλύοντας διαφορές και διενέξεις στο πλαίσιο μίας διακρατικής συνεργασίας και διαλόγου. Σε αυτή τη διεργασία, ο Ελλαδικός Τεκτονισμός άσκησε καίρια την γεωπολιτική επιρροή του. Σήμερα, σε μία εποχή κατά την οποία επισυμβαίνουν βαλκανικές αναταράξεις και διαφαίνεται αναδιάταξη των κρατικών οντοτήτων στον χώρο της βαλκανικής χερσονήσου, διεργασία που άρχισε μετά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την κατάτμηση χωρών, ο Ελληνικός Τεκτονισμός, εάν ήταν ενωμένος και με σταθερή προσήλωση στην εκπλήρωση των εθνικών ιδεωδών, θα μπορούσε και πάλι να ασκήσει επιρροή στις γεωπολιτικές εξελίξεις επ΄ ωφελεία της Πατρίδας μας...
Στην Χερσόνησο του Αίμου, αυτή η προσπάθεια εκφράσθηκε και αναπτύχθηκε μέσα από την πρωτοβουλία που ανελήφθη περί τα τέλη της δεκαετίας του 1930 για την δημιουργία μιας Βαλκανικής ομοσπονδίας όλων των Εθνών της Χερσονήσου συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας. Οι πρώτες επίσημες συζητήσεις έγιναν στις αρχές Οκτωβρίου 1929 στην Αθήνα και στους Δελφούς όπου συνήλθε παράλληλα και το 27ο παγκόσμιο Συνέδριο της Ειρήνης.
Στις διαβουλεύσεις αυτές, αξιοσημείωτο είναι να τονισθεί ότι κάθε βαλκανικό κράτος προσήλθε με διαφορετική προσέγγιση, γεγονός το οποίο συνιστούσε αντανάκλαση των εθνικών επιδιώξεών του. Η Γιουγκοσλαβία επιθυμούσε μια Βαλκανική συνεννόηση στον οικονομικό τομέα με υπερεθνικό χαρακτήρα, προσβλέποντας μακροπρόθεσμα στην εμπορική έξοδο στο Αιγαίο μέσω της Θεσσαλονίκης που απετέλεσε βασική της επιδίωξη διαχρονικά. Η Ρουμανία από την πλευρά της, απέδιδε μεγαλύτερη σημασία σε μια πολιτιστική προσέγγιση των λαών της Βαλκανικής. Η Βουλγαρία, προέτασε ως βασική της θέση τον ισχυρισμό ότι η νέα ομοσπονδία όφειλε να έχει ως βασική της προτεραιότητα τον σεβασμό των Βουλγαρικών μειονοτήτων στην Δοβρουτσά και στην Δυτική Θράκη. Η Ελληνική πλευρά στις διπλωματικές αυτές διεργασίες, είχε ως πρωτεργάτη τον Τέκτονα Αλέξανδρο Παπαναστασίου, ο οποίος προσέβλεπε στην συγκρότηση μίας ομοσπονδίας ανεξάρτητων εθνοτήτων, στόχος η ευόδωση του οποίου θα παγίωνε την ειρήνη μεταξύ των εθνών και θα συστηματοποιούσε την συνεργασία τους σε όλα τα επίπεδα (οικονομικό, πολιτιστικό κτλ).
Η εμμονή της Βουλγαρίας να τεθεί ως βασικός όρος για την συμμετοχή της σε μελλοντική διάσκεψη ο σεβασμός των μειονοτήτων, εμμονή η οποία καταφανώς υπέκρυπτε ενδόμυχες βλέψεις στην Μακεδονία, ο Παπαναστασίου δέχθηκε στην πρώτη συνδιάσκεψη να συζητηθεί το θέμα υπό επιφυλάξεις όμως. Ο Βενιζέλος, επίσης Τέκτων, μυηθείς στην συμβ. στοά "Αθήνα" εν Ανατολή Αθηνών, επίσης υπήρξε επιφυλακτικός έναντι της ιδέας, υπογραμμίζοντας πάντως ότι ανεξάρτητες προσωπικότητες θα μπορούσαν να ανοίξουν τον δρόμο για μια Βαλκανική συνεννόηση.
Επακολούθησαν διαδοχικά ως απότοκο αυτών των διεργασιών, η συνδιάσκεψη των Αθηνών (Οκτώβριος 1930), της Κωνσταντινουπόλεως (Οκτώβριος 1931) και του Βουκουρεστίου (Οκτώβριος 1932). Ωστόσο, οι συνδιασκέψεις αυτές δεν τελεσφόρησαν, επειδή υπήρχαν διαμετρικά αντίθετες επιδιώξει και θέσεις μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών. Η Βουλγαρία καταφανώς συμμετείχε επιδιώκοντας να επιτύχει μία αναθεώρηση του καθεστώτος των συνόρων καθώς και να εξσαφαλίσει μία έξοδο στο Αιγαίο, ενώ οι υπόλοιποι εκπρόσωποι απλώς προσπαθούσαν να προωθήσουν τις επιδιώξεις των κυβερνήσεων τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στα ζητήματα που υπήρξε ομοφωνία (ταχυδρομική ένωση, νομική ισότητα των δύο φύλων, δικαίωμα της έγγαμης γυναίκας να διαλέξει την εθνικότητα της, ίδρυση Βαλκανικού αγροτικού επιμελητηρίου) ουδεμία συμφωνία υπεγράφη και δεν εφαρμόστηκε απολύτως τίποτε από τα κατ΄ αρχήν συμφωνηθέντα, γιατί οι συμμετέχοντες επικαλέστηκαν το γεγονός ότι δεν μπορούσαν να δεσμεύσουν της κυβερνήσεις τους καθώς ο χαρακτήρας των συνδιασκέψεων ήταν ανεπίσημος.
Στην Χερσόνησο του Αίμου, αυτή η προσπάθεια εκφράσθηκε και αναπτύχθηκε μέσα από την πρωτοβουλία που ανελήφθη περί τα τέλη της δεκαετίας του 1930 για την δημιουργία μιας Βαλκανικής ομοσπονδίας όλων των Εθνών της Χερσονήσου συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας. Οι πρώτες επίσημες συζητήσεις έγιναν στις αρχές Οκτωβρίου 1929 στην Αθήνα και στους Δελφούς όπου συνήλθε παράλληλα και το 27ο παγκόσμιο Συνέδριο της Ειρήνης.
Στις διαβουλεύσεις αυτές, αξιοσημείωτο είναι να τονισθεί ότι κάθε βαλκανικό κράτος προσήλθε με διαφορετική προσέγγιση, γεγονός το οποίο συνιστούσε αντανάκλαση των εθνικών επιδιώξεών του. Η Γιουγκοσλαβία επιθυμούσε μια Βαλκανική συνεννόηση στον οικονομικό τομέα με υπερεθνικό χαρακτήρα, προσβλέποντας μακροπρόθεσμα στην εμπορική έξοδο στο Αιγαίο μέσω της Θεσσαλονίκης που απετέλεσε βασική της επιδίωξη διαχρονικά. Η Ρουμανία από την πλευρά της, απέδιδε μεγαλύτερη σημασία σε μια πολιτιστική προσέγγιση των λαών της Βαλκανικής. Η Βουλγαρία, προέτασε ως βασική της θέση τον ισχυρισμό ότι η νέα ομοσπονδία όφειλε να έχει ως βασική της προτεραιότητα τον σεβασμό των Βουλγαρικών μειονοτήτων στην Δοβρουτσά και στην Δυτική Θράκη. Η Ελληνική πλευρά στις διπλωματικές αυτές διεργασίες, είχε ως πρωτεργάτη τον Τέκτονα Αλέξανδρο Παπαναστασίου, ο οποίος προσέβλεπε στην συγκρότηση μίας ομοσπονδίας ανεξάρτητων εθνοτήτων, στόχος η ευόδωση του οποίου θα παγίωνε την ειρήνη μεταξύ των εθνών και θα συστηματοποιούσε την συνεργασία τους σε όλα τα επίπεδα (οικονομικό, πολιτιστικό κτλ).
Η εμμονή της Βουλγαρίας να τεθεί ως βασικός όρος για την συμμετοχή της σε μελλοντική διάσκεψη ο σεβασμός των μειονοτήτων, εμμονή η οποία καταφανώς υπέκρυπτε ενδόμυχες βλέψεις στην Μακεδονία, ο Παπαναστασίου δέχθηκε στην πρώτη συνδιάσκεψη να συζητηθεί το θέμα υπό επιφυλάξεις όμως. Ο Βενιζέλος, επίσης Τέκτων, μυηθείς στην συμβ. στοά "Αθήνα" εν Ανατολή Αθηνών, επίσης υπήρξε επιφυλακτικός έναντι της ιδέας, υπογραμμίζοντας πάντως ότι ανεξάρτητες προσωπικότητες θα μπορούσαν να ανοίξουν τον δρόμο για μια Βαλκανική συνεννόηση.
Επακολούθησαν διαδοχικά ως απότοκο αυτών των διεργασιών, η συνδιάσκεψη των Αθηνών (Οκτώβριος 1930), της Κωνσταντινουπόλεως (Οκτώβριος 1931) και του Βουκουρεστίου (Οκτώβριος 1932). Ωστόσο, οι συνδιασκέψεις αυτές δεν τελεσφόρησαν, επειδή υπήρχαν διαμετρικά αντίθετες επιδιώξει και θέσεις μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών. Η Βουλγαρία καταφανώς συμμετείχε επιδιώκοντας να επιτύχει μία αναθεώρηση του καθεστώτος των συνόρων καθώς και να εξσαφαλίσει μία έξοδο στο Αιγαίο, ενώ οι υπόλοιποι εκπρόσωποι απλώς προσπαθούσαν να προωθήσουν τις επιδιώξεις των κυβερνήσεων τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στα ζητήματα που υπήρξε ομοφωνία (ταχυδρομική ένωση, νομική ισότητα των δύο φύλων, δικαίωμα της έγγαμης γυναίκας να διαλέξει την εθνικότητα της, ίδρυση Βαλκανικού αγροτικού επιμελητηρίου) ουδεμία συμφωνία υπεγράφη και δεν εφαρμόστηκε απολύτως τίποτε από τα κατ΄ αρχήν συμφωνηθέντα, γιατί οι συμμετέχοντες επικαλέστηκαν το γεγονός ότι δεν μπορούσαν να δεσμεύσουν της κυβερνήσεις τους καθώς ο χαρακτήρας των συνδιασκέψεων ήταν ανεπίσημος.
Ο βασικός εμπνευστής της προοπτικής της διαβαλκανικής συνεργασίας, από Ελληνικής πλευράς, ο Αλ. Παπαναστασίου, με την αρωγή του Ελληνικού Τεκτονισμού, επιχείρησε την υπέρβαση των αντιξοοτήτων, αλλά τα συμφέροντα και η χωριστικότητα επικράτησαν των δικών του προθέσεων. Σύμφωνα με ιστορικές έρευνες, ο Ελληνικός Τεκτονισμός στην συγκυρία του 1930, ευθυγραμμιζόταν με την τάση του εμπορικού και βιομηχανικού κόσμου της χώρας που προσπαθούσε να βρει διέξοδο δραστηριότητας στα Βαλκάνια, αλλά και μια έμμεση επιστροφή στα Μικρασιατικά παράλια και στην Κωνσταντινούπολη, όπου τα ελληνικά κεφαλαιουχικά συμφέροντα είχαν καταρρακωθεί εξαιτίας της Μικρασιατικής καταστροφής και του εκτεταμένου διωγμού των Ελλήνων.
Οι σχετικές διεργασίες είχαν ξεκινήσει δια της "Μεγάλης Ανατολής" το 1929 πριν την συνδιάσκεψη της ειρήνης, με συμμετοχή Γιουγκοσλάβων και Ευρωπαίων πολιτικών προσώπων, όπως ο Γ. Παγιάλοβιτς, Μεγάλος Διδάσκαλος αλλά και ο αντιπρόεδρος της γερουσίας του Βελγίου Λαφονταίν, που κατείχε το αξίωμα του Μεγάλου Διδασκάλου της "Μεγάλης Ανατολής" του Βελγίου. Οι επαφές αυτές διεξήχθησαν στην Ελλάδα και οργανώθηκαν από τον επίσης Τέκτονα πολιτικό Αλέξανδρο Παπαναστασίου.
Ο Παπαναστασίου, ταν ανέλαβε για ένα μικρό διάστημα Πρωθυπουργός το 1932, προσπάθησε να καταστήσει την ερχόμενη Βαλκανική συνδιάσκεψη τεκτονική υπόθεση καθώς πίστευε ότι αυτό θα βοηθούσε στην ευόδωσή της.
Οι σχετικές διεργασίες είχαν ξεκινήσει δια της "Μεγάλης Ανατολής" το 1929 πριν την συνδιάσκεψη της ειρήνης, με συμμετοχή Γιουγκοσλάβων και Ευρωπαίων πολιτικών προσώπων, όπως ο Γ. Παγιάλοβιτς, Μεγάλος Διδάσκαλος αλλά και ο αντιπρόεδρος της γερουσίας του Βελγίου Λαφονταίν, που κατείχε το αξίωμα του Μεγάλου Διδασκάλου της "Μεγάλης Ανατολής" του Βελγίου. Οι επαφές αυτές διεξήχθησαν στην Ελλάδα και οργανώθηκαν από τον επίσης Τέκτονα πολιτικό Αλέξανδρο Παπαναστασίου.
Ο Παπαναστασίου, ταν ανέλαβε για ένα μικρό διάστημα Πρωθυπουργός το 1932, προσπάθησε να καταστήσει την ερχόμενη Βαλκανική συνδιάσκεψη τεκτονική υπόθεση καθώς πίστευε ότι αυτό θα βοηθούσε στην ευόδωσή της.
Στις 5 Μαΐου 1932 σε μια βαρυσήμαντη τεκτονική συνδιάσκεψη με την παρουσία μελών των αθηναϊκών τεκτονικών στοών "Υψηλάντης", "Ακρόπολις" και "Κοραής" με θέμα τις ενέργειες του Ελληνικού Τεκτονισμού για την προώθηση της ειρήνης και της συνεργασίας στα Βαλκάνια, ο Παπαναστασίου ήταν ο βασικός ομιλητής και αφού ανέπτυξε τις θέσεις του, χαρακτήρισε την επιζητούμενη Παμβαλκανική Ένωση ως την νέα μεγάλη Ιδέα του Ελληνισμού την οποία οφείλει να στηρίξει ο Ελληνικός Τεκτονισμό.
Τελικώς η προσπάθεια των συνδιασκέψεων αξιοποιήθηκε μερικώς από τέσσερα μόνο Βαλκανικά κράτη με την υπογραφή ενός Βαλκανικού Συμφώνου στις 8 Φεβρουαρίου 1934 στην Αθήνα. Παρά την προσπάθεια του Ελληνικού Τεκτονισμού να θεμελιώσει συνθήκες ειρήνης, το Βαλκανικό σύμφωνο αφορούσε κυρίως την προσπάθεια των κρατών που ευνοούσαν την διατήρηση του υφιστάμενου εδαφικού διακανονισμού (Ελλάδα, Τουρκία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία), απείχε η Βουλγαρία, αλλά και η Αλβανία που είχε ενταχθεί στην σφαίρα επιρροής της Ιταλίας. Δυστυχώς, οι αντικρουόμενες φιλοδοξίες και βλέψεις των βαλκανικών χωρών, απέτρεψαν μία ευρύτερη διευθέτηση προβλημάτων. Το πρώτο άρθρο του συμφώνου προέβλεπε την διασφάλιση των συνόρων μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών και το δεύτερο προέβλεπε μια σειρά από "χαλαρές" υποχρεώσεις των μερών για την αποφυγή πολεμικής εμπλοκής στα Βαλκάνια.
Παράλληλα, το 1932 η συμβ. στοά "Προμηθεύς"¨υπ’ αρ. 37 Αν. Αθηνών απευθήνθηκε προς την Γαληνοτάτη Μεγάλη Ανατολή ζητώντας να εργασθεί για διεθνή θέματα. Όπως διαβάζουμε στο τεκτονικό περιοδικό "Πυθαγόρας" (Έκδοση της ΜΣΤΕ), η Γαλην. Μεγ. Ανατολή, απαντώντας στην Στοά "Προμηθεύς", κοινοποίησε τη θέση της "προς απάσας τας Στοάς" (έγγραφο της 30ης Μαρτίου 1932) επισημαίνοντας τα ακόλουθα: «Το Συμβούλιο της Γαληνοτάτης Μεγάλης Ανατολής της Ελλάδος μετά προσοχής διεξήλθε το περιεχόμενον του υπ’ αρ. 56 της 24.02.1932 υμετέρου πίνακος, διά του οποίου υπεβλήθησαν τα πορίσματα της συζητήσεως της γενομένης εν τη Στοά υμών, επί της παγκοσμίου κρίσεως, ως και η ευχή όπως η Γαλ. Μεγ. Αν. της Ελλάδος αναλάβη την πρωτοβουλίαν της συνεργασίας και συνεννοήσεως μετά των τεκτονικών δυνάμεων της υφηλίου προς κοινήν δράσιν υπέρ της ειρήνης, του αφοπλισμού και της απαλλαγής της ανθρωπότητος εκ της δεινής οικονομικής κρίσεως. Το Συμβούλιον πληροφορεί υμάς ότι τόσον ο παγκόσμιος τεκτονισμός όσον και ιδιαιτέρως ο ελληνικός από ετών επελήφθησαν δι’ όλων των εις την διάθεσίν των μέσων της Μήνυμα ειρήνης για τα διεθνή θέματα (1932) Θέσεις του Ελληνικού Ελευθεροτεκτονισμού μελέτης του ζητήματος και προέβησαν εις ενεργείας διά την διάδοσιν των ιδεωδών της ειρήνης και του αφοπλισμού, η εφαρμογή των οποίων θα είχεν ασφαλώς, ως αποτέλεσμα τον κατά μέγα μέρος περιορισμόν της οικονομικής κρίσεως, ήτις πιέζει την ανθρωπότητα.
Εν πρώτοις η Γαλην. Μεγ. Αν. συμμετέσχε του Διεθνούς Τεκτονικού Συνεδρίου του Βελιγραδίου διά του προσθέτου Μεγ. Διδ. αυτής, όστις διά μακρών ανέπτυξε το θέμα της παγιώσεως της ειρήνης και της συμφιλιώσεως των λαών. Επίσης αντιπροσωπεύθη διά του ιδίου εις τα επακολουθήσαντα το 1927 εν Παρισίοις και το 1930 εν Βρυξέλλαις Διεθνή Τεκτονικά Συνέδρια, κατά τα οποία εμελετήθη ο προσφορώτερος τρόπος προς επίτευξιν του επιδιωκομένου υπό των Συνεδρίων τούτων σκοπού. Ομοίως μεταξύ των πολιτικών και άλλων διεθνών προσωπικοτήτων, αίτινες έλαβον μέρος εις το πέρυσι συγκροτηθέν εν Βρυξέλλαις 28ον Συνέδριον της Ειρήνης περεκάθησαν αντιπρόσωποι της Γαλην. Μεγ. Ανατολής της Ελλάδος υπό την ηγεσίαν του ενδ. αδ. Γεωργίου Γεωργαλά, οι οποίοι εν τη ιδιότητί των ως τεκτόνων υπερεψήφισαν όλων των τεινουσών εις την ειρήνευσιν των λαών αξιώσεων του Συνεδρίου, του Προέδρου αυτού Βέλγου Γερουσιαστού και ενδ. αδ. Λαφονταίν, συγχαρέντος διά θερμών λόγων τους Έλληνας τέκτονας διά το μέγα ενδιαφέρον όπερ έδειξεν και δεικνύει υπέρ της παγιώσεως της ειρήνης εν τω κόσμω ο Ελληνικός Τεκτονισμός. Μετά προθυμίας δε υπέγραψεν εσχάτως η Γαλην. Μεγ. Αν. της Ελλάδος εξ ονόματος 6.000 Ελλήνων τεκτόνων πίνακα του Διεθνούς Τεκτονικού Συνδέσμου. Ο πίναξ ούτος, εις τον οποίον οι τέκτονες εκφράζουσι τον αποτροπιασμόν των διά τον πόλεμον και ζητούσι την διά παντός τρόπου κατάπαυσιν αυτού, θέλει διαβιβασθή προς την Διάσκεψιν του αφοπλισμού της Κοινωνίας των Εθνών εν Γενεύη".
Τελικώς η προσπάθεια των συνδιασκέψεων αξιοποιήθηκε μερικώς από τέσσερα μόνο Βαλκανικά κράτη με την υπογραφή ενός Βαλκανικού Συμφώνου στις 8 Φεβρουαρίου 1934 στην Αθήνα. Παρά την προσπάθεια του Ελληνικού Τεκτονισμού να θεμελιώσει συνθήκες ειρήνης, το Βαλκανικό σύμφωνο αφορούσε κυρίως την προσπάθεια των κρατών που ευνοούσαν την διατήρηση του υφιστάμενου εδαφικού διακανονισμού (Ελλάδα, Τουρκία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία), απείχε η Βουλγαρία, αλλά και η Αλβανία που είχε ενταχθεί στην σφαίρα επιρροής της Ιταλίας. Δυστυχώς, οι αντικρουόμενες φιλοδοξίες και βλέψεις των βαλκανικών χωρών, απέτρεψαν μία ευρύτερη διευθέτηση προβλημάτων. Το πρώτο άρθρο του συμφώνου προέβλεπε την διασφάλιση των συνόρων μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών και το δεύτερο προέβλεπε μια σειρά από "χαλαρές" υποχρεώσεις των μερών για την αποφυγή πολεμικής εμπλοκής στα Βαλκάνια.
Παράλληλα, το 1932 η συμβ. στοά "Προμηθεύς"¨υπ’ αρ. 37 Αν. Αθηνών απευθήνθηκε προς την Γαληνοτάτη Μεγάλη Ανατολή ζητώντας να εργασθεί για διεθνή θέματα. Όπως διαβάζουμε στο τεκτονικό περιοδικό "Πυθαγόρας" (Έκδοση της ΜΣΤΕ), η Γαλην. Μεγ. Ανατολή, απαντώντας στην Στοά "Προμηθεύς", κοινοποίησε τη θέση της "προς απάσας τας Στοάς" (έγγραφο της 30ης Μαρτίου 1932) επισημαίνοντας τα ακόλουθα: «Το Συμβούλιο της Γαληνοτάτης Μεγάλης Ανατολής της Ελλάδος μετά προσοχής διεξήλθε το περιεχόμενον του υπ’ αρ. 56 της 24.02.1932 υμετέρου πίνακος, διά του οποίου υπεβλήθησαν τα πορίσματα της συζητήσεως της γενομένης εν τη Στοά υμών, επί της παγκοσμίου κρίσεως, ως και η ευχή όπως η Γαλ. Μεγ. Αν. της Ελλάδος αναλάβη την πρωτοβουλίαν της συνεργασίας και συνεννοήσεως μετά των τεκτονικών δυνάμεων της υφηλίου προς κοινήν δράσιν υπέρ της ειρήνης, του αφοπλισμού και της απαλλαγής της ανθρωπότητος εκ της δεινής οικονομικής κρίσεως. Το Συμβούλιον πληροφορεί υμάς ότι τόσον ο παγκόσμιος τεκτονισμός όσον και ιδιαιτέρως ο ελληνικός από ετών επελήφθησαν δι’ όλων των εις την διάθεσίν των μέσων της Μήνυμα ειρήνης για τα διεθνή θέματα (1932) Θέσεις του Ελληνικού Ελευθεροτεκτονισμού μελέτης του ζητήματος και προέβησαν εις ενεργείας διά την διάδοσιν των ιδεωδών της ειρήνης και του αφοπλισμού, η εφαρμογή των οποίων θα είχεν ασφαλώς, ως αποτέλεσμα τον κατά μέγα μέρος περιορισμόν της οικονομικής κρίσεως, ήτις πιέζει την ανθρωπότητα.
Εν πρώτοις η Γαλην. Μεγ. Αν. συμμετέσχε του Διεθνούς Τεκτονικού Συνεδρίου του Βελιγραδίου διά του προσθέτου Μεγ. Διδ. αυτής, όστις διά μακρών ανέπτυξε το θέμα της παγιώσεως της ειρήνης και της συμφιλιώσεως των λαών. Επίσης αντιπροσωπεύθη διά του ιδίου εις τα επακολουθήσαντα το 1927 εν Παρισίοις και το 1930 εν Βρυξέλλαις Διεθνή Τεκτονικά Συνέδρια, κατά τα οποία εμελετήθη ο προσφορώτερος τρόπος προς επίτευξιν του επιδιωκομένου υπό των Συνεδρίων τούτων σκοπού. Ομοίως μεταξύ των πολιτικών και άλλων διεθνών προσωπικοτήτων, αίτινες έλαβον μέρος εις το πέρυσι συγκροτηθέν εν Βρυξέλλαις 28ον Συνέδριον της Ειρήνης περεκάθησαν αντιπρόσωποι της Γαλην. Μεγ. Ανατολής της Ελλάδος υπό την ηγεσίαν του ενδ. αδ. Γεωργίου Γεωργαλά, οι οποίοι εν τη ιδιότητί των ως τεκτόνων υπερεψήφισαν όλων των τεινουσών εις την ειρήνευσιν των λαών αξιώσεων του Συνεδρίου, του Προέδρου αυτού Βέλγου Γερουσιαστού και ενδ. αδ. Λαφονταίν, συγχαρέντος διά θερμών λόγων τους Έλληνας τέκτονας διά το μέγα ενδιαφέρον όπερ έδειξεν και δεικνύει υπέρ της παγιώσεως της ειρήνης εν τω κόσμω ο Ελληνικός Τεκτονισμός. Μετά προθυμίας δε υπέγραψεν εσχάτως η Γαλην. Μεγ. Αν. της Ελλάδος εξ ονόματος 6.000 Ελλήνων τεκτόνων πίνακα του Διεθνούς Τεκτονικού Συνδέσμου. Ο πίναξ ούτος, εις τον οποίον οι τέκτονες εκφράζουσι τον αποτροπιασμόν των διά τον πόλεμον και ζητούσι την διά παντός τρόπου κατάπαυσιν αυτού, θέλει διαβιβασθή προς την Διάσκεψιν του αφοπλισμού της Κοινωνίας των Εθνών εν Γενεύη".
Για την ιστορία, για όσους δεν γνωρίζουν, ανάλογο ρόλο είχε ασκήσει ο Ελληνικός Τεκτονισμός και εντός της παραπαίουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ενώ η οθωμανική αυτοκρατορία κατέρρεε και ο πανσλαβικός κίνδυνος ήταν υπαρκτός και ορατός πλέον, Έλληνες Τέκτονες (έχοντας τη συγκατάθεση αγγλικών και γαλλικών παραγόντων) μεθόδευσαν στην Κωνσταντινούπολη διεργασίες για την αλλαγή του Σουλτάνου και, μέσω αυτού, τη ριζική φιλελευθεροποίηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στόχος του σχεδίου αυτού, ήταν η Υψηλή Πύλη να αναγνωρίσει πλήρη δικαιώματα σε όλους τους Χριστιανούς υπηκόους της. Ταυτόχρονα το σχέδιο προέβλεπε τη χορήγηση πρόσθετων προνομίων στους Έλληνες και συμμετοχή τους στους μηχανισμούς εξουσίας έτσι ώστε ο μεγάλος τότε Ελληνισμός της Ανατολής, της Θράκης και της Μακεδονίας να αναζωογονήσει την θνήσκουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, "αλώνοντάς" τον διοικητικό μηχανισμό της εκ των έσω, επιτυγχάνοντας ουσιαστικά και αργότερα και θεσμικά καθεστώς συγκυριαρχίας.
Πρωτεργάτες αυτής της διεργασίας, ήσαν οι Επαμεινώνδας Δεληγιάννης, επανειλημμένα διατελέσας Πρωθυπουργός, και ο Στέφανος Σκουλούδης που ήσαν αμφότεροι Τέκτονες.
Η υλοποίηση του σχεδίου αυτού είχε ανατεθεί στον εκ Κωνσταντινουπόλεως τραπεζίτη Κλεάνθη Σκαλιέρη, Μέγα Διδάσκαλο της τεκτονικής δυνάμεως «Η Πρόοδος». Ο Σκαλιέρης είχε μυήσει τον ισχυρό Μιδχάτ πασά και προ πάντων τον πρίγκηπα Μουράτ, 36 ετών αδελφό και εν δυνάμει διάδοχο του Σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ. Το δίκτυο είχε απλωθεί στα Ανάκτορα, δημιουργώντας ανάλογα ερείσματα για την ευόδωση του σχεδίου. Στις 17 Μαΐου 1876 η φρουρά στασίασε, ανέτρεψε τον Αβδούλ Αζίζ και οι επαναστάτες ανακήρυξαν Σουλτάνο τον Τέκτονα Μουράτ Ε΄. Καραδοκούσε, όμως, ο μικρότερος αδελφός του. Μέσα σε τρεις μήνες ανάγκασε τον Μουράτ Ε΄ να παραιτηθεί και Σουλτάνος ανακηρύχθηκε ο ίδιος ο Αβδούλ Χαμίτ, καταπνίγοντας την μεταρρύθμιση στο αίμα. Η "αντίστροφη μέτρηση" για τον Σκαλιέρη είχε αρχίσει... Αυτός ο οποίος συνέδραμε οικονομικά την Κρητική επανάσταση και παρέσχε βοήθεια επίσης στα απελευθερωτικά κινήματα της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, κατηγορούμενος για συνεργασία με τον ανατραπέντα Σουλτάνο, φυλακίσθηκε και τέθηκε σε περιορισμό. Μετά βίας κατόρθωσε να αποδράσει και να έρθει στην Ελλάδα, πάμπτωχος, όπου πέθανε το 1891. Εν τω μεταξύ το 1877 ο ρωσοτουρκικός πόλεμος ξέσπασε και ευρισκόμενα τα ρωσικά στρατεύματα στα πρόθυρα της Κωνσταντινουπόλεως, τον Φεβρουάριο 1878 η νικήτρια Ρωσία επέβαλε την περίφημη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, που δημιούργησε την εφήμερη Μεγάλη Βουλγαρία όπου ενσωματώνονταν όλη η Μακεδονία με εξαίρεση τη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική. Οι γεωπολιτικές εκτιμήσεις των Ελλήνων Τεκτόνων, που φοβούνταν την γιγάντωση του πανσλαβισμού σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων, με την κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, απεδείχθησαν ορθές, πλην όμως η επενέργεια του αστάθμητου παράγοντος και οι συγκυρίες δεν τους βόηθησαν να προωθήσουν τις θέσεις τους και να τις καταστήσουν πράξη...
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ionhellas@gmail.com