ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΙΚΟΣ ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΡΚΑΔΙΚΟ ΙΔΕΩΔΕΣ...
Η Αρχαία Ελληνική μυστηριακή θρησκεία, είναι Πνευματόδοξη και Φυσιολατρική. Ευρύτερα όμως, η θρησκευτική παράδοση των προγόνων μας είναι σύμφυτη προς την Φύση, έχοντας αναπτύξει αδιάρρηκτους δεσμούς με αυτήν. Η μυθολογική παράδοση που θέλει τον Δία να έχει λουστεί στα νερά διαφόρων ποταμών, κυρίαρχη θέση ανάμεσα στους οποίους διεκδικεί ο αρκαδικός Λούσιος, δεν αλληγορεί τίποτε άλλο παρά την αρχέγονη λατρεία του Νερού, όπου την λατρευτική διάσταση του υδάτινου στοιχείου επισημοποιεί η προτίμηση του Υψίστου των Θεών να τελέσει εκεί το λούσιμο της κεφαλής του, μία καθαρτική και εξαγνιστική δηλαδή διαδικασία, η οποία είχε συμβολική σημασία και στα τελετουργικά και μυητικά δρώμενα των αρχαίων Ελληνικών Μυστηρίων. Η ανάπτυξη πάλι της λατρείας του θεού-προστάτη της πανίδας και της χλωρίδας ενός τόπου, του Πάνα, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά την ταύτιση του Θεού και των ενεργειακών δυνάμεων που εκείνος διαχειρίζεται με την μορφή του πνεύματος της γονιμικής φύσεως.
Στην ιερά άλτη, πάλι, οι ΄Ελληνες ευσεβείς κρεμούσαν τα αφιερώματά τους στους Θεούς επί των δέντρων, σε υπόμνηση της προσφοράς του φυτικού βασιλείου και προς επαύξηση των καρπών των δέντρων και της γονιμότητας της γης.
Την φυσιολατρική αυτή μυσταγωγική αναζήτηση, οι μυημένοι του Μεσαίωνα και της Αναγεννήσεως την προσάρμοσαν στη θέα του απρόσιτου και με άγρια βλάστηση περιβάλλοντος της ορεινής αρκαδικής γης. Φιλόσοφοι, αναζητητές της φιλοσοφικής λίθου, εξερευνητές του άγνωστου και υμνωδοί του φυσικού κάλλους, άπαντες προσβλέπουν στην εξεύρεση της Αρκαδίας, ονομασία η οποία προσλαμβάνει τόσο κυριολεκτική σημασία, όσο και μεταφορική, συμβολική. Θαυμάζοντας τα παρθένα δάση και τα συχνά απρόσιτα τοπία που χαρακτηρίζουν την αρκαδική γη των θρύλων και των προκατακλυσμιαίων παραδόσεων, αρχής γενομένης από το Λύκαιο όρος και τον μύθο του Πελασγού, οι λόγιοι της Ευρώπης αλλά και καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες με πρώτο τον ζωγράφο Νικόλαο Πουσσέν, ανέδειξαν το πρότυπο της Αρκαδίας ως τόπου εξευρέσεως της Γαλήνης, της Απλότητας και της Ευτυχίας-ευδαιμονίας, αποδίδοντας τον απεριόριστο φυσιολατρικό θαυμασμό τους προς την πανάρχαια αυτή γη των Αρκάδων αφ΄ ενός, αφ΄ ετέρου αποδίδοντας στον όρο Αρκαδία μία μεταφυσική διάσταση, ταυτίζοντάς την με τα Ηλύσια Πεδία όπου συντελείται η αποθέωση των ψυχών.
Eίναι η εποχή του θεοκρατικού σκοταδισμού, της κυριαρχίας της δεισιδαιμονικής πλάνης και της θρησκοληψίας, όταν η Αρκαδία αναδύεται ως αντίβαρο μέσα από την σκέψη φωτεινών φιλοσοφικών διανοιών, ως ένας τόπος, ένα πεδίο γεωγραφικό αλλά και νοητικής αναφοράς, που αποτελεί όχι μόνο τέμενος των Μουσών, αλλά και ιερό καταφύγιο κάθε ικέτη που επιζητεί την ελεύθερη έρευνα και την απροκατάληπτη σκέψη. Για τους ακολουθούντες τα νάματα της ανθρωπιστικής και ανθρωποπλαστικής παιδείας που μεταλαμπάδευσε ο θεουργός του Μυστρά Γεώργιος Πλήθων-Γεμιστός και οι μαθητές του Βησσαρίων, Αργυρόπουλος κ.α. στην Ιταλία και διαμέσου αυτής στον Δυτικό κόσμο, η Αρκαδία δεν αποτελεί έναν απλό τόπο αναζητήσεως της γαλήνης ή ένα τοπίο εκπάγλου κάλλους.
Η Αρκαδία συμβολίζει στην ψυχή και στην συνείδησή τους κάτι πολύ ευρύτερο και ουσιαστικότερο, είναι η ίδια η ατραπός που οδηγεί στην επαναφορά του ανθρώπου στην Φύση, στο φυσιολογικό του περιβάλλον απ΄ όπου τον απέσπασε ο «πολιτισμός», και κατ΄ επέκταση αργότερα ο αστισμός, είναι η πύλη εκείνη μέσα από την οποία συντελείται το πέρασμα σε διαστάσεις ονειρικής μετουσιώσεως και αναπόλησης της πρωταρχικής αθωότητας και αγνότητας του ανθρωπίνου γένους.
Παράλληλα, ισχυρή ήταν η πεποίθηση ότι ο ποταμός Αλφειός συνδεόταν υπόγεια με την πηγή της νύμφης Αρεθούσας στη Νότια Ιταλία, ένας ποταμός ο οποίος πιστευόταν ότι ενίσχυε την αναζήτηση των μυημένων. Η σχέση ποταμών, όπως και λιμνών, με μυστηριακά ρεύματα ή θεϊκά βασίλεια και υπερβατικές καταστάσεις, δεν είναι γεγονός πρωτόγνωρο. Είναι γνωστή η παράδοση που θέλει τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα να διατρέχουν τον ΄Αδη ή την Αχερουσία Λίμνη η οποία οδηγούσε τους τεθνεώντες στο υποχθόνιο βασίλειο του Πλούτωνα.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, η Αρκαδία αναδεικνύεται σε έναν τόπο ιδεατό, σε ένα βασίλειο μαγικό-θρησκευτικό, μέσα στο περιβάλλον του οποίου ο ΄Ελλην άνθρωπος θα καταστεί ικανός να μετουσιώσει τον οραματισμό για την εγκαθίδρυση μίας αρμονικής Πολιτείας στην οποία να βασιλεύει η Αρετή και το Κάλλος, σε απτή πραγματικότητα, υπό την επικυριαρχία των ακατάλυτων και ακατάβλητων νόμων της Φύσεως. Η Αρκαδία αναγορεύεται σε έναν τόπο ιδεατής ανατάσεως, ψυχικής, πνευματικής και σωματικής, όπου συνυπάρχουν όλες οι εκφάνσεις της δημιουργίας, ανθρώπινες, ζωϊκές και φυτικές, έμβιες και μη, σε μία αρμονική συγχορδία, επιδεικνύοντας σεβασμό και αφοσίωση σε κάθε πτυχή του βιολογικού φαινομένου της ζωής.
Εκπροσωπεί η Αρκαδία τον Κήπο με τα ξακουστά Μήλα των Εσπερίδων, είναι ο επί της γης παράδεισος, η ζωντανή εικόνα της αρχέγονης αγνότητας, αθωότητας και ευδαιμονίας. Ακριβώς αυτή την κατάσταση της ψυχικής καθαρότητας και συνειδητότητας, εκφράζει η αρχετυπική μορφή και λειτουργία της Θεάς Αρτέμιδος, ως προστάτιδος της ένζωης δημιουργίας των δασών και της φύσεως εν γένει. Διεισδύοντας στα μαγικά περάσματα της Αρκαδίας, ο ευσεβής αναζητητής καθίσταται γνώστης μίας ανείπωτης βιωματικής εμπειρίας, γενόμενος ένα με την Φύση, την αληθινή πηγή κάθε μορφής ζωής και αληθινής ψυχικής ευφορίας και απολαύσεως, αποκαλύπτοντας στη θέα της απρόσμενες διαδρομές που διευρύνουν την συνειδητότητα και διανοίγουν απεριόριστα τους ψυχικούς οφθαλμούς. Τόποι ιεροί, ναοί, βωμοί και λατρευτικά σπήλαια, απροσπέλαστα δάση και ποτάμια που μεταφέρουν μία δυναμική, μα και γαλήνια συνάμα, ορμή, συνθέτουν μία πραγματικότητα που δεν μπορεί να αφήσει ασυγκίνητη καμία δημιουργική διάνοια.
Το όραμα που εκφράζει η ποιμενική ζωή, η οποία προσφέρει απλότητα και ευχαρίστηση, ενέπνευσαν μεγάλες μορφές της τέχνης και του πνεύματος, ανάμεσα στις οποίες και τον Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν, συνθέτοντας την 6η, Ποιμενική, Συμφωνία του.
Η Αρκαδία όμως δεν ταυτίζεται μόνο με την ειδυλλιακή φύση, ως μία αρχετυπική εκδήλωση αυτής, αλλά αποτελεί και σημείο αναφοράς όπως και πηγή άλλωστε από την οποία αναδύονται οι θεμελιώδεις αξίες του ανθρωπισμού. Κατά την ιστορική του διαδρομή και μέσα από την διάνυση αιώνων, συνέβαλε σε καθοριστικό βαθμό στην διαμόρφωση της φυσιολατρικής μυσταγωγίας, κυοφορώντας την εκδήλωση των αναγκαίων εκείνων πολιτιστικών και καλλιτεχνικών ρευμάτων τα οποία απετέλεσαν τους στιβαρούς κίονες επί των οποίων εδράσθηκε ο Ευρωπαϊκός Πολιτισμός και συνακόλουθα αναπτύχθηκε το κίνημα της Αναγεννήσεως.
Από το απώτερο παρελθόν ο αγροτοποιμενικός πληθυσμός της Αρκαδίας, διαβιώνοντας μέσα στη φυσική ευφορία των κοιλάδων και των δυσπρόσιτων αρκαδικών βουνών, επιδόθηκε στην σύνθεση και εκτέλεση παραδοσιακών σκοπών, τους οποίους συνόδευε ο αυλός, μουσικό όργανο που αποτελούσε επινόηση του Πανός. Ο αυλός απετελείτο από 7 καλάμια ενωμένα με κερί και σπάγκο, ένα μουσικό όργανο-σύμβολο των ποιμένων που αργότερα υϊοθετήθηκε και απετέλεσε το έμβλημα της λεγόμενης Ακαδημίας της Αρκαδίας, ενός εσωτερικού φιλοσοφικού κύκλου λογίων και μυστών της Ευρώπης.
Σταδιακά η βουκολική μουσική και ποίηση άρχισε να εμπνέει σημαντικούς ποιητές της εποχής, που έγραψαν στίχους, αποτελώντας τα ακούσματα και τα τραγούδια των ποιμένων μέσα στα όμορφα, γνήσια φυσικά τοπία, απαλλαγμένο από κάθε τι το επιτηδευμένο αλλά και από κάθε φθοροποιά εξωτερική παρέμβαση. Το τοπίο αυτό δεν μπορούσε παρά να έχει ως σημείο αναφοράς του το αρχέγονο λίκνο της Αρκαδίας, η οποία κατέστη συνώνυμη με ένα τόπο παραδείσιας ευφορίας και αληθινής ευδαιμονίας, ένα πεδίο εσωτερικής κυριαρχίας και αισθητικής πληρότητας, εκφραστικής δυνάμεως και αυθεντικότητας, όπου ο άνθρωπος αναζητούσε και ανακάλυπτε ό,τι ακριβώς του στερούσε ο αστικός τρόπος ζωής και οι συμβατικότητες του ψευτοπολιτισμού και της προσποιήσεως: Γαλήνη, απλότητα και ευτυχία. Κάτω από αυτές τις συνθήκες γεννήθηκε η βουκολική ποίηση, η οποία θεματικά περιστρέφεται γύρω από την αγροτική ζωή, αποδίδοντας έμφαση στην φυσιολατρεία και στους έρωτες των ποιμένων.
Η βουκολική ποίηση που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη λίγο πριν την Αναγέννηση δεν ήταν κάτι καινούργιο. Ανάγεται στο αρχαίο παρελθόν, με πρωτοπόρο τον ποιητή Θεόκριτο, ο οποίος στην συλλογή του με τίτλο «Ειδύλλια», εστιάσθηκε στην ζωή και στα συναισθήματα των ποιμένων. Το έργο του αυτό διαπνέεται από την αναπόληση της φύσεως και των όμορφων εξοχικών τοπίων της γενέτειράς του. Μερικούς αιώνες αργότερα ο Βιργίλιος, θα εμπνευσθεί από τα «Ειδύλλια» για να συγγράψει δέκα ποιητικά αριστουργήματα, γνωστά ως «Βουκολικά». Στην ποιητική αυτή συλλογή, εντοπίζεται και η πρώτη αναφορά του «Τάφου στην Αρκαδία».
Το λογοτεχνικό αυτό ρεύμα της βουκολικής ποιήσεως γνωρίζει πλέον μέρες δόξας, μετονομάζομενο ως τάση σε «αρκαδισμό». Κατά τον 14ο αι. μεγάλες μορφές του πνεύματος, όπως ο Δάντης, ο Πετράρχης αλλά και ο Βοκκάκιος, επηρεασμένοι από την ποιμενική τάση του Βιργιλίου, επιδόθηκαν στην συγγραφή βουκολικών έργων, προσαρμόζοντάς τα στο πνεύμα της αναγεννησιακής Ιταλίας. Μέσα από το έργο όλων αυτών των μεγάλων μορφών, αναδεικνύεται μία Αρκαδία ιδεατή, πλήρως απαλλαγμένη από τις νοθεύσεις και τεχνητές προσμείξεις του πολιτισμού που σκοτώνουν την φυσικότητα και την απλότητα.
Όμως το αρκαδικό κίνημα και το ομώνυμο ιδεώδες, θα γνωρίσουν την θριαμβική αποθέωσή τους με την σύσταση της Αρκαδικής Ακαδημίας της Ρώμης, ένα πνευματικό και καλλιτεχνικό κίνημα που είχε ως αρχική του αφετηρία τη Ρώμη, το 1656. Εμπνευστής αυτής της προσπάθειας που γρήγορα θα πλαισιωθεί από εξέχουσες μορφές των γραμμάτων και των τεχνών, δεν θα είναι κάποιος Ιταλός, ούτε καν άνδρας, γεγονός πρωτάκουστο και παράδοξο για τα ήθη της εποχής, αλλά η Βασίλισσα Χριστίνα της Σουηδίας. Η Χριστίνα, αφού παραιτηθεί των δικαιωμάτων της επί του θρόνου και ακολουθήσει την ατραπό του καθολικισμού, εγκαθίσταται τελικά στη Ρώμη το 1655, αναδεικνυόμενη σε αληθινή θεραπαινίδα των τεχνών.
Η Αρκαδική Ακαδημία θα μετουσιωθεί σε ζώσα πραγματικότητα το 1690, ένα χρόνο μετά το θάνατο της εμπνεύστριάς της. Η Ακαδημία των Αρκάδων της Ρώμης, τελούσε υπό την αιγίδα της βασίλισσας και ως έμβλημα καθιέρωσε, όπως αναφέραμε παραπάνω, τον αυλό του Πανός. Όλα της τα μέλη προσέλαβαν διάφορα ποιμενικά ονόματα, αναζητώντας μέσα από την επιλογή τους αυτή μια περισσότερο φυσική και απλή ζωή, εμπνεόμενοι από μία ποίηση βασισμένη στην κλασική γραμματεία και στην ελληνική βουκολική παράδοση.
Με την πάροδο του χρόνου, η Αρκαδική Ακαδημία θα κατορθώσει να ενθαρρύνει τη δημιουργία νέων αξιόλογων ποιητικών, δραματικών και μουσικών έργων ποιμενικής έμπνεύσεως, ενώ γύρω της θα συσπειρώσει επιφανείς καλλιτέχνες και εκπροσώπους του πνεύματος, όπως τους συνθέτες Scarlatti, Corelli, τον Handel, εξέχουσες μορφές της ευρωπαϊκής διανοήσεως και λειτουργούς των Μουσών. ΄Ηδη στα 30 πρώτα χρόνια λειτουργίας της η Ακαδημία συγκέντρωνε 1300 μέλη, επεκτείνοντας την επιρροή της και σε πολλές ακόμη γωνιές της Ευρώπης. Η Αρκαδική Ακαδημία ανέπτυξε μία πλούσια δράση η οποία διήρκεσε 2 περίπου αιώνες.
Μεταγενέστερα, και συγκεκριμένα κατά τον 19ο αιώνα, ο Γκαίτε αναφέρεται με υμνητικά εγκώμια και αληθινούς διθυράμβους στην Αρκαδία, μέσα από το έργο του Φάουστ. Αναφορά στην Αρκαδία και το αρκαδικό ιδεώδες κάνουν επίσης οι Σίλλερ και Νίτσε. Αλλά και στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία δεν είναι λίγοι oι δημιουργοί που έχουν εμπνευστεί από αυτήν. Ειδικότερα η σύγχρονη ποιμενική δραματουργία αντλεί τις πηγές της από τον αναγεννησιακό ανθρωπισμό και συχνά εμπεριέχει άμεσες αναφορές στην Αρκαδία.
Ταυτόχρονα όμως με την έξαρση της βουκολικής ποιήσεως, ιδιαίτερη άνθιση κατά την ίδια περίοδο θα γνωρίσει ένα ξεχωριστό ρεύμα εικαστικής εκφράσεως, ήκμασε κατά την ίδια περίοδο ένα αξιόλογο ρεύμα ζωγραφικής, σύμφωνα με το οποίο ζωγραφικοί πίνακες απεικόνιζαν βοσκούς μέσα σε ένα βουκολικό τοπίο με θέα αποτελούμενη από πυκνά δάση, βουνά και λόφους.
Ο 17ος αιώνας σημαδεύεται από την καλλιτεχνική εκδήλωση των έργων του Γάλλου ζωγράφου Νικολάου Πουσσέν, ο οποίος κάνοντας άξονα της έμπνευσής του το ποιμενικό ιδεώδες, όπως ακριβώς ενσαρκωνόταν από το αρκαδικό όραμα, ζωγράφισε έναν από τους σημαντικότερους πίνακές του, γνωστό σαν «Οι ποιμένες της Αρκαδίας», («ET IN ARCADIA EGO»), ο οποίος εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου.
Ο πίνακας αυτός αναπαριστά με μελαγχολική διάθεση τρεις Αρκάδες ποιμένες, αρχαιοπρεπώς ενδεδυμένους, να βρίσκονται κατά τρόπο συμμετρικό γύρω από ένα ταφικό μνημείο μέσα σε ένα τοπίο, διακρινόμενο από βλαστική έξαρση. Ο ένας εξ΄ αυτών βρίσκεται γονατισμένος και διαβάζει μία επιγραφή, χαραγμένη στην λατινική γλώσσα επί του τάφου: «Et in Arcadia Ego», η οποία κυριολεκτικά ερμηνεύεται «ήμουν και εγώ στην Αρκαδία», λόγια που εκφέρει ο νεκρός.
Ο δεύτερος βοσκός συζητά προβληματισμένος για το νόημα της επιγραφής με μια νέα που στέκεται κοντά του, ενώ ο τρίτος των ποιμένων παραμένει σκεπτικός. Η επιγραφή μπορεί να προσλάβει δύο ερμηνείες. Η μία θέλει την ρήση αυτή να εκφέρεται από τον ίδιο τον θάνατο, ως υπόμνηση του γεγονότος ότι υφίσταται η κυριαρχία του ακόμη και στο παραδείσιο πεδίο της Αρκαδίας, η άλλη ερμηνεία που μπορεί να αποδωθεί στην επιγραφή, θέλει τον τεθνεώντα να δηλώνει ότι έζησε στην Αρκαδία. Νωρίτερα, ο Πουσσέν είχε φιλοτεχνήσει έναν λιγότερο γνωστό πίνακα με την ίδια θεματολογία, ονομάζοντάς τον «Ποιμένες της Αρκαδίας».
΄Οποια από τις δύο εκδοχές ερμηνείας του πίνακα και εάν υϊοθετήσουμε, οδηγούμαστε αναπότρεπτα σε μία στοχαστική ενατένιση του οριακού γεγονότος του θανάτου, ο οποίος αποτελεί την φυσική κατάληξη κάθε ζωής, μία διαπίστωση η οποία καθιστά τον επίγειο βίο, πολλώ δε μάλλον την ευτυχία, μία κατάσταση πρόσκαιρου χαρακτήρα.
Ειδωμένος ο βίος κάτω από αυτό το πρίσμα, συνιστά μία μεταβατική κατάσταση, ανάμεσα στον κόσμο του ανεκδήλωτου και εκείνου που πέπρωται να αναγεννηθεί υπό διαφορετικό όμως φυσικό περίβλημα. Τίποτε δεν διαρκεί αιώνια, τα πάντα ρει και τη μία κατάσταση διαδέχεται η άλλη, για να ανατραπεί και αυτή με τη σειρά της, παραχωρώντας τη θέση της σε μία νέα πραγματικότητα. Παράλληλα, η επιγραφή και η παράσταση, επιδέχονται και έναν άλλο αποσυμβολισμό. Προστάτης των Αρκαδικών βουνών και της Φύσεως, εκτός από τον Πάνα, ήταν και ο Ερμής, που είχε γεννηθεί, κατά μία εκδοχή, στα αρκαδικά βουνά. Ο Ερμής που ως ψυχοπομπός, ήταν και προστάτης των τάφων και των νεκρών.
Ίσως λοιπόν ο Πουσσέν στον πίνακά του αυτό με την σιβυλική του δήλωση περί Αρκαδίας, να υπαινίσσεται και να υποδεικνύει την τέχνη του Ερμή, τον Ερμητισμό, άμεσα συσχετισμένο με την αλχημική-μεταστοιχειωτική παράδοση η οποία αποτελεί την κλείδα για την εύρεση της φιλοσοφικής λίθου και την θέωση του ανθρώπου.
Το «αρκαδικό ειδύλλιο» στην ζωγραφική, προσέλαβε μία ιδιαίτερη διάσταση, απεικονίζοντας φυσιολατρικές σκηνές στις οποίες πρωτοστατούν Θεοί, Νύμφες και Αμαδρυάδες, ταυτιζόμενο ως τοπίο και ως προοπτική, με τα θαυμαστά Ηλύσια πεδία της αρχαιότητας, την γη των μακάρων. Είναι το φυσικό εκείνο ιερό που βρίσκεται ενδόμυχα στο κ
έντρο της καρδιάς, και αφυπνίζει πρωτόγνωρες αισθήσεις και καταστάσεις της συνειδητότητας, που είχε επικαλύψει η λήθη, οδηγώντας μέσα από μία εσωτερική πορεία στην αληθινή φύση του εξευγενισμένου ανθρώπου. Η αναζήτηση της Αρκαδίας, δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά την μέθεξη με την φύση και μέσω αυτής με την θεία ουσία και την συμμετοχή μας στο κοσμικό γίγνεσθαι, με γνώμονα την αρχαιοελληνική ρήση «Εν το Παν».
ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ